«Εμφύλιος» έχει ξεσπάσει μεταξύ του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών και της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας, καθώς το ρούβλι συνεχίζει να υποχωρεί έναντι του δολαρίου και οι δύο πλευρές καταθέτουν εκ διαμέτρου αντίθετες προτάσεις στο Κρεμλίνο για το να το σώσουν.
Ταυτόχρονα η Μόσχα θα πρέπει να συνεχίσει να τροφοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία, με τις επιλογές της να μειώνονται και αυτές με ταχύ ρυθμό, αν και κάποιες εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου προσφέρουν διεξόδους, με τους αναλυτές, όμως, να προειδοποιούν ότι αυτές θα είναι προσωρινές.
Σύμφωνα με ανάλυση του Economist, το πρώτο διάστημα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο βασικός στόχος τόσο του υπ. Οικονομικών όσο και της Κεντρικής Τράπεζας ήταν ένας: να μην καταρρεύσει η οικονομία. Υπήρξε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, με το ρούβλι να φθάνει έως και τα 135 ρούβλια ανά δολάριο, την οικονομία να ανακάμπτει αφού, βέβαια, πρώτα είχε βουλιάξει, ενώ τα υψηλά έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου προσέφεραν πρόσθετα όπλα.
Η Κεντρική Τράπεζα είχε την ευχέρεια να μειώνει τα επιτόκια, ενώ το 2022 ο πληθωρισμός έφθασε στο 14% και το ΑΕΠ υποχώρησε 2%, σαφώς διόλου θετική εικόνα, αλλά πολύ καλύτερη έναντι των αρχικών εκτιμήσεων. Το 2023, όμως, η εικόνα έχει αλλάξει και με δεδομένες και τις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 2024, οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να λάβουν ορισμένες σκληρές αποφάσεις. Την ίδια ώρα η Ρωσία, σύμφωνα με το Bloomberg, εμφανίζεται αποφασισμένη να συνεχίσει τις υψηλές αμυντικές δαπάνες, οι οποίες θα φθάσουν στο 6% του ΑΕΠ από 3,9% που είναι σήμερα.
Η Κεντρική Τράπεζα, όμως, έχει μία εντελώς διαφορετική στάση. Τα προβλήματα ξεκινούν με την πορεία του νομίσματος, με αρκετά κεφάλαια να φεύγουν από τη χώρα. Η μειωμένη τιμή του πετρελαίου το 2023 μειώνει τα έσοδα από τις εξαγωγές, ενώ η Ρωσία αναγκάζεται να αυξήσει τις εισαγωγές της σε τεχνολογικό εξοπλισμό. Έτσι, το ρούβλι υποχωρεί, ο πληθωρισμός αυξάνεται και η Ελ. Ναμπιουλίνα, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας εμφανίζεται αποφασισμένη να παρέμβει δυναμικά.
Τον Αύγουστο η Κεντρική Τράπεζα εξέπληξε τις αγορές προχωρώντας σε αύξηση των επιτοκίων κατά 3,5%, ενώ ακολούθησε μία ακόμη κατά 1%. Στόχος μέσω αυτής της αύξησης οι ξένοι επενδυτές να ξεκινήσουν εκ νέου να τοποθετούνται στο ρούβλι, αλλά και να υποχωρήσει η ζήτηση για εισαγωγές λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού. Αυτή η πολιτική δυσκολεύει αρκετά τη ζωή του υπ. Οικονομικών, καθώς υψηλότερα επιτόκια οδηγούν σε περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης, αύξηση της ανεργίας και μικρότερες αυξήσεις μισθών, αλλά και σε άνοδο του κόστους δανεισμού για το δημόσιο. Αποτέλεσμα το ρωσικό ΥΠΟΙΚ να περιορίζει τις εξόδους του στις αγορές.
«Έξυπνα» μέτρα
Πλέον ο Βλαντιμίρ Πούτιν, καλείται να… τετραγωνίσει τον κύκλο και να κατορθώσει να στηρίξει το ρούβλι χωρίς να χρειαστεί νέα αύξηση επιτοκίων. Έτσι ζητά από τους υπεύθυνους να του καταθέσουν «έξυπνες ιδέες». Δύο εκ των βασικών είναι οι εξής: πρώτον παρέμβαση στις αγορές για στήριξη του νομίσματος και δεύτερον η αύξηση των εξαγωγών. Οι πιθανότητες να αποδειχθούν αποτελεσματικές αμφισβητούνται. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να «σφίξει τα λουριά» στους εξαγωγικούς ομίλους, με τον Αλεξέι Μόισεφ, υφυπουργό Οικονομικών να μην αποκλείει και την επιβολή capital controls ώστε να εμποδίσει την εκροή κεφαλαίων από τη χώρα, ακόμη και προς χώρες που θεωρούνται «φιλικές». Όπως, όμως, έχει δείξει η μέχρι σήμερα τακτική των ρωσικών ομίλων, πάντα κατορθώνουν να βρουν «παραθυράκια» που τις βοηθούν να αποφύγουν τους όποιους ελέγχους.
Η προσπάθεια του Κρεμλίνου να αναγκάσει τους εταίρους του να πληρώνουν σε ρούβλια, δεν φαίνεται να πετυχαίνει και πολλά. Το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα για στήριξη του νομίσματος δεν φαίνεται ορατό. Πρώτον έχουν υποχωρήσει κατά 20% σε σύγκριση με τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την εισβολή στην Ουκρανία και δεύτερον το 50% των 576 δισ. δολαρίων σε αποθέματα που διαθέτει η χώρα είναι «παγωμένο» λόγω των δυτικών κυρώσεων.
Η ενίσχυση των εξαγωγών ενέργειας αν και μοιάζει περισσότερο καλή επιλογή, έχει περιορισμένη χρονική ισχύ. Η αύξηση της τιμής πετρελαίου ευνοεί τη Ρωσία, ενώ η διαφορά στην τιμή πώληση μεταξύ του ρωσικού πετρελαίου και του brent έχει υποχωρήσει στα 15 δολάρια από 30 που ήταν τον Ιανουάριο. Η μείωση της παραγωγής από Ρωσία και Σ. Αραβία έχει ενισχύσει τις τιμές, με τους αναλυτές, όμως, να εκτιμούν ότι αυτό δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και να προβλέπουν ότι η τιμή για το brent θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά και να διατηρείται σε πιο λογικά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024.
Φυσικά υπάρχει και η λύση της μείωσης των αμυντικών δαπανών, που θα γλίτωνε αρκετά κεφάλαια για το ρωσικό κράτος, αλλά κάτι τέτοιο θεωρείται απίθανο να συμβεί, καθώς η ρωσική οικονομία θα πρέπει να συνεχίζει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.