Επιτρέποντας την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό στην αγορά εργασίας, η μετανάστευση μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση του πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλώνει η Γκίτα Γκόπιναθ, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
«Στην σημερινή συγκυρία, με τον τόσο υψηλό πληθωρισμό, η ύπαρξη εργαζομένων που μπορούν να συμπληρώσουν τις ελλείψεις προσωπικού στους τομείς όπου υπάρχουν μπορεί να βοηθήσει στην πτώση του πληθωρισμού», λέει η Γκίτα Γκόπιναθ σε συνέντευξη που αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του BBC. «Άρα πιστεύω ότι υπάρχει ωφέλεια στην εισαγωγή ξένων εργαζομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο», επιμένει.
Ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο φθάνει στο 8,7% και είναι ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ομάδας των 7 (G7). Ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής είναι ακόμη υψηλότερος και φθάνει στο 20%. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ έχει δηλώσει ότι οι αριθμοί της νόμιμης μετανάστευσης είναι «υπερβολικά υψηλοί».
Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέγραψε το 2022 μετανάστευση ρεκόρ 606.000 ανθρώπων. Το νούμερο θέτει υπό πίεση την συντηρητική κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί την μείωση των μεταναστευτικών ροών και την «ανάληψη του ελέγχου των συνόρων» μετά το Brexit. Η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση συνέβαλε στην αύξηση των πιέσεων επί της βρετανικής αγοράς εργασίας, η οποία είχε ήδη πληγεί από την πανδημία.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι υπάρχουν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες λιγότεροι ευρωπαίοι εργαζόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με τα προ του Brexit δεδομένα. Η μείωση των ευρωπαίων εργαζόμενων έχει προκαλέσει ελλείψεις στην εφοδιαστική διαδικασία, την γεωργία, τον τουρισμό, μεταξύ άλλων, και οι επιχειρηματίες ζητούν την χαλάρωση της διαδικασίας χορήγησης βίζας.
Η βρετανική αγορά εργασίας επλήγη και από την πανδημία, καθώς υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς της long covid που είναι ανίκανοι για εργασία, ενώ ταυτόχρονα η μετά την πανδημία ανάκαμψη προκάλεσε ισχυρή ζήτηση για τις επιχειρήσεις και άρα μεγάλη ανάγκη εργατικών χεριών.
Σύμφωνα με την Γκίτα Γκόπιναθ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ότι το Brexit θα μειώσει την δυναμική ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας κατά 2,5% έως 4%, ταυτιζόμενο με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Αγγλίας που προβλέπει αρνητική επίδραση κατά 3% στην παραγωγικότητα της χώρας.
Το στέλεχος του ΔΝΤ σημειώνει ότι είναι δύσκολη η απομόνωση της επίδρασης του ίδιου του Brexit, εξαιτίας της πανδημίας και άλλων πολλών σοκ, όπως η ενεργειακή κρίση και η αύξηση του κόστους ζωής λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.