Σοβαρή «αιμορραγία» εσόδων από τις εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων αντιμετωπίζει η Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την επιβολή πλαφόν στις τιμές του αργού πετρελαίου και των πετρελαϊκών προϊόντων. Οι αγορές της Δύσης έχουν σχεδόν κλείσει για το ρωσικό πετρέλαιο και οι απώλειες θα ήταν ακόμη πιο μεγάλες, εάν δεν υπήρχαν ασιατικές χώρες, όπως η Ινδία και Κίνα που συνεχίζουν να αγοράζουν, αλλά και αυτές σε πολύ χαμηλές τιμές.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), τα έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές πετρελαίου εκτιμάται ότι μειώθηκαν σχεδόν κατά 20% τον Φεβρουάριο, στα 11,6 δισ. δολάρια και ήταν κατά 2,7 δισ. δολάρια χαμηλότερες σε σύγκριση με τον Ιανουάριο. Τον Φεβρουάριο πρέπει να σημειωθεί ότι τέθηκε σε ισχύ και το νέο σύστημα πλαφόν στα πετρελαϊκά προϊόντα, ενώ από τον Δεκέμβριο είχε ενεργοποιηθεί το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού αργού.
«Μένει να δούμε αν θα υπάρξει επαρκής ζήτηση για ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα τώρα που ισχύει το ανώτατο όριο τιμών ή αν η παραγωγή της θα αρχίσει να μειώνεται υπό το βάρος των κυρώσεων. Τα έσοδα πάντως ήδη μειώνονται», σημείωσε ο διεθνής οργανισμός και προσέθεσε ότι βάσει στοιχείων του ρωσικού υπ. Οικονομικών, τα δημοσιονομικά έσοδα της Μόσχας από τις πωλήσεις πετρελαίου ήταν μόλις στο 45% της αντίστοιχης περιόδου του 2022, όταν ακόμη η Ρωσία πωλούσε σε πολύ υψηλές τιμές και δεν είχαν κλείσει οι αγορές της Ευρώπης.
Η Ρωσία, πάντως, βρίσκει αγοραστές για το πετρέλαιό της, αλλά και ναυτιλιακούς ομίλους πρόθυμους να το μεταφέρουν. Όπως σημειώνει το Bloomberg έξι ελάχιστα γνωστές εταιρείες αναδείχθηκαν ως νέοι βασιλιάδες της μεταφοράς του ρωσικού πετρελαίου τον Δεκέμβριο, διαχειριζόμενες αρκετό μέρος των εξαγωγών της χώρας, ώστε να καταταγούν στην κατηγορία των μεγαλύτερων εμπόρων εμπορευμάτων παγκοσμίως.
Το ερώτημα ποιος διαχειρίζεται τη ροή του ρωσικού πετρελαίου μετά τη διακοπή των δεσμών των μεγάλων διεθνών ομίλων εμπορίας πετρελαίου με τη Μόσχα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αγοράς. Σύμφωνα με τα ρωσικά στοιχεία από τα τελωνεία και τα οποία καλύπτουν τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες του 2022, έξι εταιρείες που εδρεύουν στο Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι διακίνησαν συνολικά περίπου 1,4 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού πετρελαίου την ημέρα.
Πρόκειται για ποσότητα αρκετή ώστε να καλύψει το σύνολο των αναγκών του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Ιταλίας και είναι περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο από ό,τι θα διαχειρίζονταν γενικά εμπορικοί κολοσσοί, όπως η Trafigura Group ή η Vitol Group πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι μεγαλύτεροι έμποροι πετρελαίου έχουν αποσυρθεί από αυτή τη δραστηριότητα τον τελευταίο χρόνο.
Η αγορά ρωσικού πετρελαίου παραμένει νόμιμη, εφόσον τηρούνται τα ανώτατα όρια τιμών που έχουν επιβληθεί, αλλά οι διαδοχικοί γύροι διεθνών κυρώσεων έχουν καταστήσει λιγότερο «διάφανο» το εμπόριο και είναι σχεδόν αδύνατο για τους αναλυτές και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να αποκτήσουν επιβεβαιωμένα στοιχεία για το ποιοι εμπλέκονται σε αυτό.
Το ζήτημα έχει γίνει πιο έντονο τους τελευταίους μήνες, καθώς οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλαν τον Δεκέμβριο ανώτατο όριο τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο, εμποδίζοντας τις εταιρείες που χρησιμοποιούν δυτικές ασφάλειες και υπηρεσίες να μεταφέρουν το αργό πετρέλαιο, εάν αυτό αγοράζεται πάνω από 60 δολάρια το βαρέλι.
Πολλοί από τους μεγαλύτερους αγοραστές ήταν μεγάλες κινεζικές και ινδικές κρατικές εταιρείες και μονάδες ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών, αλλά υπήρχαν έξι έμποροι στην πρώτη 15άδα. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η Nord Axis, η οποία αγόρασε 521.000 βαρέλια ρωσικού πετρελαίου ημερησίως τον Δεκέμβριο, όλα από την Rosneft τη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας. Η Nord Axis, η οποία ιδρύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο Χονγκ Κονγκ, ήταν άγνωστη στην αγορά πετρελαίου μέχρι τον Ιούλιο, όταν ανακοινώθηκε ότι ήταν ο αγοραστής του μεριδίου της Trafigura στο εμβληματικό πετρελαϊκό έργο της Rosneft, Vostok Oil.
Στους αγοραστές περιλαμβάνεται η Tejarinaft FZCO, μια εταιρεία του Ντουμπάι, η οποία αγόρασε 244.000 βαρέλια ημερησίως από τη Rosneft τον Δεκέμβριο.
Δεν είναι σαφές πώς οι έξι έμποροι μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν τη ροή του ρωσικού πετρελαίου, η αξία του οποίου ξεπέρασε τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια τον Δεκέμβριο. Ορισμένοι από αυτούς ήταν καθιερωμένοι έμποροι πριν από τον πόλεμο, όπως η Concept Oil Services, μια εταιρεία του Χονγκ Κονγκ, η οποία ξεκίνησε το 2003 από τον Λετονό υπήκοο Michael Zeligmans για να εμπορεύεται πετρέλαιο στην Ευρώπη, τη Ρωσία και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ομοίως, η Coral Energy DMCC αγόρασε 121.000 βαρέλια ρωσικού αργού την ημέρα κατά τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες του Δεκεμβρίου από την Surgutneftegas PJSC. Η Coral, η οποία ανήκει στον Tahir Garayev, ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία ως έμπορος μαζούτ.
Άλλοι είναι σχεδόν άγνωστοι. Ο τρίτος μεγαλύτερος trader είναι η QR Trading DMCC με έδρα το Ντουμπάι, η οποία αγόρασε 199.000 βαρέλια ημερησίως από τη Surgutneftegas. Ο πέμπτος μεγαλύτερος έμπορος είναι η Bellatrix Energy, μια εταιρεία του Χονγκ Κονγκ που ήταν άγνωστη στην αγορά πετρελαίου πριν από τον πόλεμο. Ανήκει σε έναν πολίτη του Αζερμπαϊτζάν που ονομάζεται Bilal Aliyev. Αγόρασε 151.000 βαρέλια ημερησίως τον Δεκέμβριο από διάφορες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, σύμφωνα με τα τελωνειακά στοιχεία.
Τα αρχεία του Χονγκ Κονγκ δείχνουν ότι τον Δεκέμβριο του 2022 έλαβε δανειακές διευκολύνσεις από ρωσικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής Αγροτικής Τράπεζας και της ρωσικής Τράπεζας Περιφερειακής Ανάπτυξης που ανήκει στη Rosneft.
Σταθερή στήριξη από την Κίνα
Κατά το έτος που μεσολάβησε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία αναστάτωσε τις αγορές ενέργειας σε ολόκληρο τον κόσμο, η όρεξη της Κίνας για το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα της Μόσχας αυξήθηκε ραγδαία, με τις εισαγωγές να αυξάνονται περισσότερο από το ήμισυ.
Οι δαπάνες του Πεκίνου για τη ρωσική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου του αργού πετρελαίου και των προϊόντων του, του άνθρακα και του φυσικού αερίου, εκτινάχθηκαν στα 88 δισεκατομμύρια δολάρια για το 12μηνο μέχρι τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων, αντικαθιστώντας άλλους αγοραστές που απέφευγαν τις ρωσικές εξαγωγές λόγω του πολέμου. Αυτό σε σύγκριση με 57 δισεκατομμύρια δολάρια τους προηγούμενους 12 μήνες.
Το αυξανόμενο μερίδιο της Κίνας στις ρωσικές εξαγωγές αποτελεί κλειδί για την ολοένα και πιο ασύμμετρη σχέση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, που αποκαλύφθηκε κατά την επίσκεψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα. Η Ρωσία λαμβάνει μια αξιόπιστη πηγή χρηματοδότησης για την πολεμική της μηχανή παρά τις διεθνείς κυρώσεις, ενώ ο πεινασμένος για ενέργεια ανατολικός γείτονάς της απορροφά τεράστιες ροές ορυκτών καυσίμων σε πολύ χαμηλές τιμές.
Τα στοιχεία εισαγωγών για την περίοδο δείχνουν ότι η Ρωσία ήταν ο κορυφαίος προμηθευτής αργού πετρελαίου της Κίνας, εκτοπίζοντας τη Σαουδική Αραβία. Ήταν επίσης η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή άνθρακα μετά την Ινδονησία και η τρίτη πηγή υγροποιημένου φυσικού αερίου μετά την Αυστραλία και το Κατάρ.
Οι εισαγωγές αργού από τη Ρωσία σκαρφάλωσαν σε 89,3 εκατ. τόνους μετά την εισβολή στην Ουκρανία, από 78,4 εκατ. τόνους την προηγούμενη περίοδο, και ξεπέρασαν τους 86,8 εκατ. τόνους της Σαουδικής Αραβίας. Οι αγορές ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) εκτινάχθηκαν κατά 52% σε 6,86 εκατομμύρια τόνους, ενώ ο άνθρακας αυξήθηκε κατά 33% σε 76,4 εκατομμύρια τόνους.