Η Κίνα εξέφρασε σήμερα την αντίθεσή της στην επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, αφού οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας των Επτά (G7) περισσότερο ανεπτυγμένων βιομηχανικών κρατών συμφώνησαν την περασμένη εβδομάδα να επιβάλουν το όριο αυτό για να μειώσουν τα έσοδα της Μόσχας που χρησιμοποιεί για τον πόλεμο που διεξάγει στην Ουκρανία.
Η Κίνα έχει αρνηθεί να καταδικάσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και δεν αναμενόταν να υποστηρίξει την κίνηση της G7, με δεδομένη την ανησυχία της για την ενεργειακή ασφάλειά της, για την οποία βασίζεται όλο και περισσότερο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
«Το πετρέλαιο είναι ένα από τα παγκόσμια εμπορεύματα και έχει κρίσιμη σημασία να διασφαλισθεί η ασφάλεια της παγκόσμιας ενεργειακής προσφοράς», δήλωσε σε τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Μάο Νινγκ και πρόσθεσε ότι «ελπίζουμε ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες θα κάνουν εποικοδομητικές προσπάθειες για να αμβλύνουν την κατάσταση μέσω του διαλόγου και της διαβούλευσης και όχι το αντίθετο».
Η Κίνα έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές του ρωσικού πετρελαίου, που διατίθεται με μεγάλη έκπτωση καθώς η Ευρώπη μειώνει τις εισαγωγές. Η Ρωσία ήταν τους τρεις μήνες μέχρι τον Ιούλιο ο κορυφαίος προμηθευτής πετρελαίου της Κίνας, καθώς τα ανεξάρτητα κινεζικά διυλιστήρια αύξησαν τις αγορές προμηθειών με έκπτωση, ενώ μείωσαν τις αποστολές από ανταγωνιστικούς προμηθευτές όπως η Ανγκόλα και η Βραζιλία.
Οι εισαγωγές από τη Ρωσία κατά τους πρώτους επτά μήνες της φετινής χρονιάς έφθασαν τα 48,45 εκατομμύρια τόνους, καταγράφοντας αύξηση κατά 4,4% σε διάστημα ενός έτους.
Επίσης ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών και οι σύμμαχοί του (ΟΠΕΚ+), μεταξύ των οποίων και η Ρωσία, είναι πιθανό να διατηρήσουν αμετάβλητες τις ποσοστώσεις παραγωγής σήμερα, όπως ανέφεραν έξι πηγές στο Reuters. Κάποιες πηγές, ωστόσο, δεν αποκλείουν μία μικρή μείωση της παραγωγής κατά 100.000 βαρέλια την ημέρα για την ενίσχυση των τιμών που είχαν υποχωρήσει λόγω των φόβων επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Η σημερινή συνεδρίαση της συμμαχίας ΟΠΕΚ+ πραγματοποιείται σε ένα πολύπλοκο φόντο, στο οποίο υπάρχει, μεταξύ άλλων, μία πιθανή αύξηση της προσφοράς από την επάνοδο του Ιράν στις αγορές, αν η Τεχεράνη μπορέσει να αναβιώσει την πυρηνική συμφωνία που έκανε το 2015.
Η τιμή του μπρεντ μειώθηκε περίπου στα 95 δολάρια το βαρέλι από 120 δολάρια τον Ιούνιο λόγω των φόβων οικονομικής επιβράδυνσης και ύφεσης στη Δύση.
Το Ιράν αναμένεται να αυξήσει την παγκόσμια προσφορά αργού κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα ή κατά 1% της παγκόσμιας ζήτησης σε περίπτωση που χαλαρώσουν οι κυρώσεις, αν και οι προοπτικές μίας πυρηνικής συμφωνίας φαίνονταν λιγότερο ξεκάθαρες την Παρασκευή.
Τον Αύγουστο, η Σαουδική Αραβία, που είναι η μεγαλύτερος παραγωγός - χώρα του ΟΠΕΚ, έστειλε το μήνυμα πιθανών μειώσεων στην παραγωγή για να αντιμετωπισθούν οι υπερβολικές, όπως τις θεωρεί, μειώσεις των τιμών.
Τα στοιχεία από τη φυσική αγορά, πάντως, δείχνουν ότι η προσφορά παραμένει στενή και πολλές χώρες του ΟΠΕΚ έχουν παραγωγή χαμηλότερη από τους στόχος, ενώ οι νέες δυτικές κυρώσεις απειλούν τις ρωσικές εξαγωγές.