Όταν το μωρό της, ηλικίας τριών μηνών, αρρώστησε εξαιτίας του υποσιτισμού του, η Ντουλ Αμπντιραχμάν Ισμαήλ εγκατέλειψε το χωριό της στη Σομαλία και άρχισε να περπατάει για να φθάσει τρεις ημέρες αργότερα, μέσα στη σκόνη και την αφόρητη ζέστη, στον καταυλισμό προσφύγων Ντανταάμπ, στην άλλη πλευρά των συνόρων με την Κένυα.
Η κυρία Ισμαήλ, 26 ετών, λέει πως ήλπιζε πως στον Ντανταάμπ δεν θα συναντούσε ξανά την πείνα και τις αρρώστιες εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψε την πατρίδα της, όπου η χειρότερη ξηρασία εδώ και δεκαετίες και η ραγδαία αύξηση των τιμών των τροφίμων έχουν φέρει εκατομμύρια ανθρώπους σε απελπιστική κατάσταση, να χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.
Αντί γι’ αυτό η νεαρή μητέρα βρήκε στείρα γη, υπερπληθυσμό και λιγοστούς πόρους στον Ντανταάμπ, έναν από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς προσφύγων στον πλανήτη, όπου ζουν 300.000 άνθρωποι. Σε πτέρυγα για παιδιά με ακραίο υποσιτισμό, η κυρία Ισμαήλ λέει πως η κατάσταση του παιδιού της δεν έχει βελτιωθεί αφότου έφθασε στον Ντανταάμπ. Ο οξύς ακραίος υποσιτισμός έχει προκαλέσει πρήξιμο στο κεφάλι του μωρού, που έχει γεμίσει υγρό — συνηθισμένη συνέπεια του λιμού στα παιδιά.
«Δεν υπάρχει βελτίωση», λέει η νέα με το παιδί στην αγκαλιά. Έπειτα από πέντε περιόδους βροχής που πέρασαν χωρίς να πέσει σε μερικές περιπτώσεις ούτε σταγόνα, περιοχές της Σομαλίας βρίσκονται στα πρόθυρα λιμού, άλλες είναι σε καλύτερη κατάσταση, όχι πολύ όμως. Τα τελευταία δυο χρόνια, η ξηρασία εκτόπισε ένα εκατομμύριο Σομαλούς, εκ των οποίων περίπου 100.000 μετατράπηκαν σε πρόσφυγες στην Κένυα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Μόνο στον καταυλισμό Ντανταάμπ, από την αρχή της χρονιάς έχουν φθάσει τουλάχιστον 6.000 Σομαλοί που εγκατέλειψαν τον τόπο τους για να σωθούν από τον λιμό, σύμφωνα με τους αριθμούς του ΟΗΕ. Ωστόσο, εργαζόμενοι σε οργανώσεις αρωγής πως ο αριθμός τους στην πραγματικότητα είναι πενταπλάσιος, απλώς δεν έχει καταγραφεί από το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών ακόμη.
Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους συχνά δεν βρίσκουν ανακούφιση σε γειτονικές χώρες, καθώς κι αυτές πλήττονται από τη χειρότερη ξηρασία στο Κέρας της Αφρικής — και σφίγγουν τα δόντια για τη μαζική ροή προσφύγων.
«Οι νέες αφίξεις μεγεθύνουν την έλλειψη των ήδη λιγοστών πόρων που είχαμε διαθέσιμους για τον πληθυσμό (προσφύγων) εδώ», σύμφωνα με τον Δρ. Μάρβιν Νγκάο, στέλεχος της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης (International Rescue Committee, IRC), μη κυβερνητικής οργάνωσης που λειτουργεί δομές υγείας στον Ντανταάμπ.
Ο Ντανταάμπ είναι πελώριος καταυλισμός όπου βρίσκει κανείς αυτοσχέδια καταστήματα, δρομάκια γεμάτα κόσμο και σπίτια κάτι από τους λευκούς μουσαμάδες του ΟΗΕ. Οι σομαλοί πρόσφυγες άρχισαν να φθάνουν εκεί το 2001, καθώς η χώρα τους βυθιζόταν στον εμφύλιο πόλεμο.
Όταν φθάνουν οι πρόσφυγες, πολλοί εξαρτώνται από τα δίκτυα των εκτεταμένων οικογενειών τους στον καταυλισμό, που μοιράζονται μαζί τους τις μερίδες τροφίμων που τους δίνονται, καθώς μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες ως μήνες προτού οι νεοφερμένοι να αρχίσουν να λαμβάνουν δικές τους.
Κάτι που, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και τις κακές συνθήκες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία λόγω της ξηρασίας, σημαίνει πως όσοι ζουν μακροπρόθεσμα στον καταυλισμό είναι επίσης ευάλωτοι στον κίνδυνο λιμού. Την περασμένη χρονιά 32 παιδιά πέθαναν εξαιτίας του ακραίου υποσιτισμού τους στον τομέα του Ντανταάμπ που διαχειρίζεται η IRC.
Οι οργανώσεις αρωγής δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες τονίζει πως έχει λάβει μόνον περίπου το μισό από το ποσό των 11,1 εκατομμυρίων δολαρίων που χρειάζεται για να φέρει σε πέρας το έργο της στη βόρεια Κένυα.
Ο υπερπληθυσμός ενοχοποιείται επίσης για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών, όπως η χολέρα. Έχουν αναφερθεί εκατοντάδες κρούσματα από τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την IRC. Μολαταύτα, εκατοντάδες Σομαλοί συνεχίζουν να φθάνουν στον Ντανταάμπ καθημερινά. Ο ΟΗΕ υπολογίζει πως οι αφίξεις μπορεί να φθάσουν τις 90.000 ως το τέλος της χρονιάς.
Ο Νταχίρ Σουλεϊμάν Αλί, 68χρονος αγρότης, αντιστεκόταν στην πίεση που του ασκούσαν μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς του να φύγει από τη Σομαλία τα τελευταία χρόνια, αλλά όταν ξεράθηκε η κοίτη τοπικού ποταμού στα τέλη του 2022, λέει πως δεν υπήρχε πλέον καμιά άλλη επιλογή. «Αυτή είναι η χειρότερη ξηρασία που έχω ζήσει ποτέ», εξηγεί.