Η εταιρεία συμβούλων McKinsey θα μειώσει το προσωπικό της κατά τουλάχιστον 2.000 εργαζομένους, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg.
Η αμερικανική εταιρεία, από τις μεγαλύτερες του κλάδου, απασχολεί το τρέχον διάστημα 45.000 ανθρώπους, επισημαίνει το πρακτορείο, από 28.000 πριν από πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με πηγές που δεν κατονόμασε το πρακτορείο, ο αριθμός των εργαζομένων που αφορά το σχέδιο ενδέχεται να αυξηθεί.
Προτεραιότητα θα δοθεί στη μείωση του διοικητικού προσωπικού, δηλαδή υπαλλήλων που δεν αλληλεπιδρούν άμεσα με τους πελάτες της επιχείρησης.
Η McKinsey θέλει να προχωρήσει σε συγκεντροποίηση των υπηρεσιών υποστήριξης στους συμβούλους της και να κάνει οικονομίες κλίμακας, μετά τις προσλήψεις στις οποίες προχώρησε τα τελευταία χρόνια.
Η εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1926 στο Σικάγο (Ιλινόι) κι είναι σήμερα πολυεθνικός γίγαντας με παρουσία σε πάνω από 130 χώρες, ανακοίνωσε τζίρο-ρεκόρ 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2021 και ο κύκλος εργασιών της ήταν ακόμα μεγαλύτερος το 2022, σύμφωνα με μια από τις πηγές του Bloomberg.
Πολλές μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, ειδικά του τομέα των τεχνολογιών και των υπηρεσιών, ανακοίνωσαν πως προχωρούν σε απολύσεις τους τελευταίους μήνες, έπειτα από χρόνια θεαματικής αύξησης του προσωπικού τους, που ευνόησε η μετάβαση στις ψηφιακές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Οι απολύσεις αναγγέλλονται δυο χρόνια αφού οι 650 μέτοχοι της McKinsey εξέλεξαν τον Μπομπ Στέρνφελς για να αντικαταστήσει τον Κέβιν Σνίντερ στην ηγεσία της.
Η σύντομη θητεία του κ. Σνίντερ σημαδεύτηκε από δικαστικές περιπέτειες για την εταιρεία στις ΗΠΑ: η McKinsey κατηγορήθηκε πως συνέβαλε στην κρίση των οπιοειδών, με τις συμβουλές που παρείχε σε φαρμακευτικούς ομίλους όπως ιδίως η Purdue Pharma, η κατασκευάστρια του ισχυρού αναλγητικού OxyContin.
Η McKinsey δέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 να καταβάλει ποσό 573 εκατομμυρίων δολαρίων για να μπουν στο αρχείο οι διώξεις σε βάρος της.
Η εταιρεία δεν απάντησε όταν το Γαλλικό Πρακτορείο της ζήτησε σχόλιο.