Το ξεκινάει κανείς την ημέρα του με ένα φλιτζάνι καφέ έχει γίνει πλέον πιο ακριβή ως συνήθεια, όπως ανακοίνωσε σήμερα η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογραμμίζοντας το άλμα στην τιμή του προϊόντος μαζί με με το κόστος της ζάχαρης και του γάλακτος. «Οι πρόσφατες αυξήσεις τιμών καθιστούν αυτό το βασικό προϊόν σχεδόν είδος πολυτελείας», ανέφερε η Eurostat, ανακοινώνοντας ότι οι τιμές του καφέ κατά μέσο όρο κατέγραψαν άλμα 16,9% τον Αύγουστο συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα.
Το φρέσκο πλήρες γάλα κοστίζει τώρα 24,3% πιο ακριβά κατά μέσο όρο, ενώ οι καταναλωτές πλήρωσαν 22,2% περισσότερο για φρέσκο γάλα χαμηλών λιπαρών, ανέφερε η Eurostat. Η ζάχαρη κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση, με τη μέση τιμή να σημειώνει άλμα 33,4%.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι οι τιμές αυξήθηκαν για τα τέσσερα αυτά προϊόντα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, εκτός της Μάλτας, όπου η τιμή του φρέσκου γάλακτος χαμηλών λιπαρών έμεινε αμετάβλητη.
Η Φινλανδία και η Λιθουανία είδαν τις υψηλότερες αλλαγές στις τιμές του καφέ, με αυξήσεις κατά 43,6% και 39,9% αντίστοιχα, ενώ ακολουθούν η Σουηδία και η Εσθονία. Η Πολωνία κατέγραψε το μεγαλύτερο άλμα στην τιμή της ζάχαρης, που αυξήθηκε κατά 109,2% από τον Αύγουστο του 2021.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΚ, η συνολική μείωση του όγκου κατανάλωσης στο τετράμηνο του 2022 είναι στα επίπεδα του 5-6% σε όγκο μεσοσταθμικά αλλά σε αξία δεν υπάρχει μείωση δεδομένου ότι οι απώλειες σε όγκο καλύπτονται από τις αυξήσεις σε αξία. Η τιμή του καφέ από τη Βραζιλία για τον «πράσινο» ωμό καφέ είναι αυτή τη στιγμή περίπου 5 ευρώ το κιλό συν τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, ενώ οι τιμές για τους καφέδες από Λατινική Αμερική είναι περίπου 8 ευρώ.
Οι επαγγελματίες του κλάδου τόνισαν το αίτημα για άμεση κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στον καφέ, φέρνοντας μια σειρά επιχειρημάτων που κατά τη γνώμη τους πλέον έχουν διαφοροποιήσει εντελώς τα δεδομένα που ίσχυαν όταν εισήλθε ο συγκεκριμένος φόρος. Πλέον, σύμφωνα με την ΕΕΚ, ο συγκεκριμένος φόρος προξενεί μεγαλύτερη ζημιά από το μικρό, συγκριτικά, οικονομικό όφελος στο κράτος, επηρεάζοντας αρνητικά έναν από τους πλέον «ζωντανούς» κλάδους της εγχώριας επιχειρηματικότητας.