Συγκλίνουν σε σημαντικό βαθμό στην αξιολόγηση της κατάστασης της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι εκθέσεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών που είδαν το φως της δημοσιότητας την τελευταία εβδομάδα - της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας - τρεις και πλέον μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία καθώς και στις προβλέψεις τους για το 2022 -2023.
Κοινή συνισταμένη είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ρίχνει βαριά σκιά, επιβεβαιώνοντας τα χειρότερα σενάρια που είχαν γίνει λίγο μετά την έναρξή του. Στις αρχές του περασμένου Μαρτίου, η ΕΚΤ είχε καταρτίσει ένα «πολύ αρνητικό» σενάριο που προέβλεπε ότι ο μέσος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα διαμορφωνόταν φέτος στο 7,1% σε μέσα επίπεδα και το 2023 στο 2,7%. Τρεις μήνες μετά, το βασικό μακροοικονομικό σενάριο της ΕΚΤ προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα φθάσει φέτος στο 6,8% και το επόμενο έτος στο 3,5%, δηλαδή σε αντίστοιχα ή υψηλότερα (για το 2023) επίπεδα.
Αντίστοιχα, το ίδιο σενάριο της ΕΚΤ τον Μάρτιο προέβλεπε ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξανόταν 2,3% φέτος και το 2023. Το νέο βασικό σενάριό της προβλέπει ανάπτυξη 2,8% φέτος και 2,1% το 2023, κοντά δηλαδή στο προηγούμενο πολύ αρνητικό σενάριο.
Το σημερινό βασικό σενάριο της ΕΚΤ καταρτίσθηκε με την υπόθεση ότι η «έντονη» φάση του πολέμου θα έχει τελειώσει μέσα στο 2022. Αν, όμως, η παραδοχή αυτή δεν επαληθευθεί και ο πόλεμος συνεχισθεί και το 2023, οι προβλέψεις θα ξεπερασθούν ξανά καθώς πιθανότατα θα υπάρξουν και νέες κυρώσεις στη Ρωσία και συνεπώς και νέα σοκ στην οικονομία. Στην περίπτωση που υπάρξει πλήρης διακοπή των εισαγωγών ρωσικής ενέργειας, που θα περιλαμβάνει και το φυσικό αέριο, οι τιμές του τελευταίου θα εκτιναχθούν ξανά, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται ακόμη περισσότερο και την ανάπτυξη να υποχωρεί και άλλο και να γίνεται αρνητική το επόμενο έτος. Έτσι, στο δυσμενές σενάριο που ανακοίνωσε την Πέμπτη η ΕΚΤ, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα φθάσει στο 8% φέτος και το 6,4% το 2023, ενώ η ανάπτυξη θα περιορισθεί στο 1,3% και στο -2,7%, αντίστοιχα.
Όσον αφορά την ανάπτυξη, υπάρχει «συναίνεση» των διεθνών οργανισμών ότι θα υπάρξει σημαντική επιβράδυνσή της λόγω του αντίκτυπου του πολέμου και του υψηλού πληθωρισμού. Υπάρχει, όμως, συναίνεση και στο ότι θα αποφευχθεί μία ύφεση, επειδή υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη, όπως η έντονη δραστηριότητα στον τουριστικό τομέα και τον τομέα αναψυχής μετά την κατάργηση των περιορισμών για τον κορονοϊό, οι αυξημένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών την περασμένη διετία και οι επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επιβαρυντική για την ανάπτυξη θα είναι και η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων που ανακοίνωσε η ΕΚΤ, αρχής γενομένης τον Ιούλιο με μία αύξηση 25 μονάδων βάσης (ενός τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας). Οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχισθούν τον Σεπτέμβριο και μέσα στο 2023, με το ύψος τους να εκτιμάται με τα σημερινά δεδομένα στο 1,5% έως 2%, αν και αυτό τελικά θα εξαρτηθεί από την πορεία που θα έχει ο πληθωρισμός.
Τόσο o ΟΟΣΑ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπουν παραπλήσιους ρυθμούς ανάπτυξης για το 2022, με τον πρώτο να προβλέπει 2,6% και τη δεύτερη 2,5%, αν και για το 2023 ο ΟΟΣΑ είναι πιο φειδωλός (1,6%). Ωστόσο, όπως σημείωσε η ΕΚΤ, οι δύο μονάδες της ανάπτυξης φέτος θα οφείλονται στο carry over από την υψηλή περσινή ανάπτυξη, δηλαδή θα είναι στατιστικής φύσης και συνεπώς μόνο το 0,8% θα αφορά ανάπτυξη που θα δημιουργηθεί μέσα στο 2022.
Ο ΟΟΣΑ τόνισε ότι το κόστος του πολέμου θα είναι βαρύ και ότι θα έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από την πανδημία, με την επικεφαλής οικονομολόγο τους, Λόρενς Μπουν, να εκτιμά ότι θα αποδυναμώσει σημαντικά τα κίνητρα για τις επενδύσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία προειδοποίησε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι υποτονικοί σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, εστιάζοντας επίσης στα προβλήματα που θα υπάρξουν με τις επενδύσεις.
Για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 7% φέτος και στο 4,6% το 2023, δηλαδή υψηλότερα από ό,τι προβλέπει η ΕΚΤ.