Αγωνιώδεις προσπάθειες να σώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους καταβάλλουν οι Ρώσοι ολιγάρχες που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο των κυρώσεων ΗΠΑ και ΕΕ.
Στις αρχές Μαρτίου ένα ακόμη πολυτελές γιοτ κατασχέθηκε από τις ιταλικές αρχές, το οποίο ανήκε στον Αλεξέι Μορντάσοφ, μεγιστάνα στον τομέα του χάλυβα, ο οποίος, όμως, φροντίζει να «θωρακιστεί» προκειμένου να αποφύγει μεγαλύτερες επιπτώσεις.
Στις 28 Φεβρουαρίου, δηλαδή την ημέρα που οι κυρώσεις στράφηκαν και εναντίον του, ο Μορντάσοφ, φρόντισε να μεταβιβάσει τον έλεγχο ενός μεριδίου περίπου 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων που κατέχει στην εταιρεία εξόρυξης Nordgold με έδρα το Λονδίνο στη σύζυγό του, Μαρίνα Μορντάσοβα. Μετέφερε επίσης ένα μέρος του μεριδίου του 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία TUI από μια κυπριακή εταιρεία χαρτοφυλακίου σε μια εταιρεία που έχει συσταθεί στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους.
Οι Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι χρησιμοποιώντας καθ’ όλα νόμιμες οδούς φροντίζουν να μεταβιβάσουν μερίδια που κατέχουν σε εταιρείες, να παραιτηθούν από διοικήσεις και να εγκαταλείψουν τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να μην αποτελέσουν «θύματα» των κυρώσεων.
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο Μιχαήλ Φρίντμαν, στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις από την ΕΕ μαζί με τον Μορντάσοφ και τον επιχειρηματικό του συνεργάτη Πετρ Άβεν. Βάσει δημοσιοποιημένων και καταχωρημένων κινήσεων παραχώρησε τον έλεγχο σε τουλάχιστον τρεις εταιρείες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου δεν του επιβλήθηκαν κυρώσεις. Μεταβίβασε τις μετοχές του σε έναν πρώην υπάλληλο της LetterOne, της επενδυτικής εταιρείας που συνίδρυσε.
Ο Βαντίμ Μόσκοβιτς μείωσε το μερίδιό του στον γεωργικό όμιλο Ros Agro σε κάτω από το 50% πριν εφαρμοστούν οι κυρώσεις. Ο Αντρέι Μελνιτσένκο αποσύρθηκε ως δικαιούχος του μεριδίου του περίπου 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία παραγωγής λιπασμάτων EuroChem και στον προμηθευτή θερμικού άνθρακα Suek από τις 9 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία το όνομά του εντάχθηκε στη λίστα των κυρώσεων.
Οι κυρώσεις απαιτούν συμμόρφωση από τις βιομηχανίες και οι εταιρείες πρέπει να διερευνήσουν γρήγορα τα επίπεδα εταιρικής ιδιοκτησίας για να βρουν, να παγώσουν και να αναφέρουν σχετικούς λογαριασμούς, που σχετίζονται με Ρώσους ολιγάρχες. Σημειώνεται ότι στις ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να μοιράζονται τα ευρήματα με το Office of Foreign Assets Control ή OFAC.
«Μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να εντοπίσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνδεδεμένους λογαριασμούς ενός ατόμου υπό κυρώσεις που δεν είναι ήδη ευρέως γνωστοί», εκτιμά ο Χάουαρντ Μέντελσον, στέλεχος της εταιρείας στη Kharon, η οποία χρησιμοποιεί τεχνολογία και ειδικούς για να καθορίσει το δίκτυο σχέσεων που έχουν όσοι έχουν υποστεί κυρώσεις.
Στις ΗΠΑ, υπάρχει ένα σαφές κίνητρο προκειμένου να μειώσουν τα μερίδιά τους σε επιχειρήσεις καθώς εφαρμόζεται ο επονομαζόμενος «κανόνας του 50%» βάσει των εντολών της OFAC. Βάσει αυτού υπάρχει κατάσχεση περιουσίας ή επιβολή μέτρων εάν τα άτομα που έχουν υποστεί κυρώσεις διαθέτουν μερίδιο σε μία επιχείρηση που ξεπερνά το 50%. Ταυτόχρονα στις ΗΠΑ το υπ. Οικονομικών μπορεί να ελέγξει και να επιβάλει περιορισμούς και σε συγγενικά πρόσωπα όσων έχουν υποστεί κυρώσεις, προκειμένου να αποτραπεί η μέθοδος μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε συγγενείς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που Ρώσοι μεγιστάνες καταφεύγουν σε «ανακάτεμα» των περιουσιακών τους στοιχείων. Για παράδειγμα ο μεγιστάνας του πετρελαίου, Γκενάντι Τιμτσένκο φρόντισε να πουλήσει το 50% μεριδίου του σε φιλανδική εταιρεία διανομής πετρελαίου λίγες ημέρες πριν την επιβολή κυρώσεων το 2014 όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία.
Ο Όλεγκ Ντεριπάσκα βρέθηκε αντιμέτωπος με αμερικανικές κυρώσεις το 2018. Για να διασφαλίσει ότι η εταιρεία αλουμινίου En+ Group International θα αφαιρεθεί από τη λίστα της OFAC, μείωσε το μερίδιό του στο 45% από 70% μέσω μιας σύνθετης σειράς συναλλαγών που περιλάμβαναν δημοπρασία μετοχών σε μια κρατική τράπεζα , μεταβιβάσεις μετοχών και φιλανθρωπικές δωρεές. Αποτέλεσμα η OFAC να άρει τις κυρώσεις στο En+ Group.
Οι συναλλαγές έχουν πολλαπλασιαστεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, καθώς οι Ρώσοι ολιγάρχες έχουν χάσει περισσότερα από 90 δισεκατομμύρια δολάρια από τις συνέπειες της εισβολής στην Ουκρανία.