Δεν θέλουν να μείνουν, αλλά δεν είναι και εύκολο να φύγουν: Οι τράπεζες παγκόσμιας εμβέλειας αντιμετωπίζουν μια επίπονη και δαπανηρή διαδικασία εάν αποφασίσουν να κλείσουν τις θυγατρικές στη Ρωσία και αυτό περιπλέκει τις αποφάσεις για το αν πρέπει να αποσυρθούν από τη χώρα.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία και τα αντίποινα από τη Μόσχα έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πόσο ακόμα μπορούν να συνεχίσουν οι τράπεζες, αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Μια τραπεζική πηγή εξέφρασε ιδιαίτερες ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες θα εφαρμόσουν τις νέες οδηγίες της κεντρικής τράπεζας (CBR) για τον δανεισμό σε, τις επιπτώσεις για τις ξένες εταιρείες στη Ρωσία, αλλά και τους κινδύνους για τη φήμη τους, εάν μείνουν στην αγορά της Ρωσίας.
Αν και οι τράπεζες δεν έχουν ακόμα ανακοινώσει εξόδους, τουλάχιστον ένας παγκόσμιος όμιλος με δραστηριότητες στη Ρωσία δημιούργησε μια εσωτερική ομάδα και συνεργάζεται με εξωτερικούς δικηγόρους και συμβούλους για να καθορίσει εάν και πώς θα μπορούσε να αποχωρήσει από τη Ρωσία, ανέφερε τραπεζική πηγή.
Οι βρετανικοί ενεργειακοί γίγαντες BP και Shell την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείψουν τη Ρωσία. Η BP εγκαταλείπει το μερίδιό της στον ρωσικό πετρελαϊκό κολοσσό Rosneft, με αποτέλεσμα να εγγράψει απώλειες έως και 25 δισ. δολαρίων.
Ωστόσο, οι τράπεζες θα δυσκολευτούν να απαλλαγούν από τις δραστηριότητες στη Ρωσία, αναφέρουν ειδικοί. «Για μια πετρελαϊκή εταιρεία, η απομάκρυνση από τα περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία μπορεί να είναι τόσο απλή όσο η παράδοση των κλειδιών και η αποχώρηση, αλλά μια μονομερής έξοδος δεν είναι δυνατή για μια εταιρεία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», δήλωσε στο Reuters ο Νταν Όρι, καθηγητής στη Νομική Σχολή Cornell, ο οποίος ειδικεύεται στην οικονομική ρύθμιση.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι τράπεζες δεν θα ήταν σε θέση να εξέλθουν από μια χώρα χωρίς τη συγκατάθεση των ρυθμιστικών αρχών και της κεντρικής τράπεζας. Θα χρειαστούν επίσης έναν πρόθυμο αγοραστή για να αναλάβει τον έλεγχο των δανείων και άλλων δεσμεύσεων τους, αναφέρουν ειδικοί.
«Δεν μπορείτε απλά να απομακρυνθείτε μονομερώς από δανειοδοτικές δεσμεύσεις και άλλα είδη οικονομικών απαιτήσεων», δήλωσε ο Όρι. «Υπάρχει κάποιος στην άλλη πλευρά και αυτό θα το κάνει πολύ πιο περίπλοκο».
Ιδιαίτερη ανησυχία δημιούργησε μια εντολή από το Κρεμλίνο με ημερομηνία 1 Μαρτίου, η οποία απαγόρευε τον δανεισμό σε ρούβλια και την πίστωση σε εταιρείες ξένων κρατών που διαπράττουν εχθρικές πράξεις, ανέφερε τραπεζική πηγή.
Οι τράπεζες θα πρέπει να επεξεργαστούν τις συνέπειες αυτής της απόφασης στις δραστηριότητές τους και, ειδικότερα, αν θα πρέπει να απαγορεύσουν σε πολυεθνικές από χώρες που επέβαλαν κυρώσεις στη Μόσχα να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό σε ρούβλια, κάτι που θα τους επέφερε πλήγμα και θα δυσκόλευε τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους στη Ρωσία. Η ίδια τραπεζική πηγή αμφισβήτησε εάν οι ξένες τράπεζες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν στη Ρωσία σε αυτές τις συνθήκες.
Οι παγκόσμιες τράπεζες προσπαθούν επίσης να καταλάβουν πώς οι κυρώσεις των ΗΠΑ στη CBR ενδέχεται να επηρεάσουν τη λειτουργία της αγοράς και είναι πολύ προσεκτικές όπου εντοπίζουν μια σχέση με την κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με δύο πηγές του κλάδου με έδρα τις ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε επίσης να καταστήσει τις παγκόσμιες τράπεζες απρόθυμες να πραγματοποιήσουν συναλλαγές σε ρούβλια, δεδομένου ότι πρόκειται για νόμισμα που εκδίδεται από την CBR, στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις.
Οι κυρώσεις έχουν ουσιαστικά τερματίσει κάθε ρεαλιστική πιθανότητα πώλησης ρωσικών στοιχείων ενεργητικού από παγκόσμιες τράπεζες, δήλωσε ανώτερη τραπεζική πηγή η οποία ζήτησε να μην κατονομαστεί. Αυτό αφήνει την εκκαθάριση περιουσιακών στοιχείων ή τη διαγραφή τους ως τις μόνες βιώσιμες επιλογές, ανέφερε η πηγή, κάτι που θα συνεπαγόταν όμως οικονομικό πλήγμα.
Ένα άλλο ενδεχόμενο που αξιολογείται είναι εάν οι τράπεζες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν νομικές ενέργειες από πελάτες στη Ρωσία εάν αποχωρήσουν από δεσμεύσεις, ανέφερε η τραπεζική πηγή.
Ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να εξετάσουν το ενδεχόμενο να διατηρήσουν υποτυπώδη παρουσία στη Μόσχα, αντί να αποχωρήσουν εντελώς, ανέφερε η ίδια πηγή. Αυτό θα απέτρεπε την επιπλοκή της εκ νέου υποβολής αίτησης για τραπεζική άδεια και την οικοδόμηση μιας επιχείρησης από το μηδέν στο μέλλον.
Οι αμερικανικές τράπεζες με ρωσικές δραστηριότητες αρνήθηκαν να σχολιάσουν ή δεν απάντησαν σε σχόλια. Η Citigroup, η αμερικανική τράπεζα που είναι περισσότερο εκτεθειμένη στη Ρωσία, ήδη βιώνει πόσο δύσκολο είναι να φύγει.
Η τράπεζα ανακοίνωσε το προηγούμενο έτος ότι θα πωλήσει τις ρωσικές δραστηριότητές της στη λιανική τραπεζική στο πλαίσιο ευρύτερης αναδιάρθρωσης. Ο μόνος αγοραστής που κατονομάστηκε δημόσια ήταν η ρωσική κρατική τράπεζα VTB Bank, η οποία όμως βρέθηκε στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων.
Είναι αμφίβολο εάν η Citigroup θα είναι σε θέση να συναλλαχθεί με άλλον Ρώσο αγοραστή λόγω των κυρώσεων και οι ξένες τράπεζες είναι απίθανο να θελήσουν να αγοράσουν ρωσικά περιουσιακά στοιχεία αυτή τη στιγμή, αναφέρουν αναλυτές και δικηγόροι.
Η διευθύνουσα σύμβουλος της Citigroup Τζέιν Φρέιζερ δήλωσε την Τετάρτη ότι είναι «πολύ νωρίς για να πούμε» εάν μπορεί να προχωρήσει μια πώληση. Εν τω μεταξύ, ο οικονομικός διευθυντής της Citi, Μαρκ Μέισον δήλωσε ότι η τράπεζα ενδέχεται να χρειαστεί να διαγράψει σχεδόν το ήμισυ της ρωσικής έκθεσής της, ύψους 9,8 δισ. δολ.
Η αυστριακή Raiffeisen Bank International εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τη Ρωσία, δήλωσαν δύο άτομα με γνώση του θέματος στο Reuters αυτή την εβδομάδα, κίνηση η οποία θα την καταστήσει την πρώτη ευρωπαϊκή τράπεζα που το πράττει μετά την εισβολή της χώρας στην Ουκρανία.
Οι αμερικανικές τράπεζες είχαν ήδη μειώσει τα ανοίγματά τους μετά την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Ωστόσο, τράπεζες όπως η JPMorgan Chase, η Morgan Stanley και η Citigroup συνέχισαν να αναλαμβάνουν εκδόσεις δανείων και μετοχών και να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, διατηρώντας προσωπικό στη χώρα.