Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν με κάθε ευκαιρία προειδοποιεί τη Ρωσία ότι σε περίπτωση εισβολής στην Ουκρανία οι κυρώσεις εναντίον της θα είναι σφοδρές και θα έχουν ως βασικό στόχο την οικονομία της. Παρά ταύτα η Μόσχα μοιάζει να μην ενδιαφέρεται καθόλου για αυτές τις συνέπειες και δεν δείχνει διαθέσεις υποχώρησης σε ό,τι αφορά την κλιμάκωση της έντασης στα σύνορα με την Ουκρανία.
Αιτία, σύμφωνα με ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg, το γεγονός ότι η Ρωσία έχει φροντίσει να χτίσει ένα τείχος προστασίας από το 2014 έως και σήμερα, όταν δηλαδή επιβλήθηκαν οι πρώτες κυρώσεις μετά την εισβολή στην Κριμαία. Τότε η ρωσική οικονομία εισήχθη σε ένα σπιράλ κρίσης, το ρούβλι έχασε σχεδόν το 50% της αξίας του έναντι του δολαρίου, τα συναλλαγματικά αποθέματα μειώθηκαν κατά 130 δισ. δολάρια και ακολούθησε σοβαρή ύφεση.
Στις υπό εξέταση κυρώσεις περιλαμβάνεται ο περιορισμός της δυνατότητας των ρωσικών τραπεζών να χρησιμοποιούν δολάριο και ευρώ, κλείσιμο των αγορών χρέους για τα κρατικά ρωσικά ομόλογα και αποκλεισμός στην πρόσβαση αμερικανικής τεχνολογίας.
Όμως αυτή τη φορά, υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, αν και νέες κυρώσεις σίγουρα θα έχουν αρνητικές συνέπειες για τη ρωσική οικονομία, αυτές δεν θα είναι τόσο σοβαρές όσο ευελπιστεί η Δύση, καθώς «η Ρωσία είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για κυρώσεις από ό,τι ήταν το 2014, τουλάχιστον όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες της», σημειώνει η Ναταλία Λαβρόβα, επικεφαλής οικονομολόγος του BCS Financial Group. Προσθέτει ότι «ο κρατικός τομέας είναι έτοιμος και το «μαξιλάρι» ρευστότητας έχει ενισχυθεί. Σε όλα εκτός από τα πιο ακραία σενάρια, η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό και με υψηλότερο πληθωρισμό».
Δημόσια, το Κρεμλίνο σημειώνει ότι ανησυχεί για τον κίνδυνο κυρώσεων και έχει λάβει μέτρα για να περιορίσει τον πιθανό αντίκτυπό τους. Ο Πούτιν έχει υποσχεθεί επανειλημμένα ότι η απειλή νέων περιορισμών δεν θα αλλάξει την εξωτερική του πολιτική. Προς το παρόν, το Κρεμλίνο φαίνεται βέβαιο ότι οι κυρώσεις που πλήττουν τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας ή άλλες βασικές εξαγωγές θα έχουν σοβαρότερες συνέπειες για τις παγκόσμιες αγορές για να αποτελούν ρεαλιστική απειλή.
Υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία τα συναλλαγματικά αποθέματα φθάνουν στα 634 δισ. δολάρια, το οποίο είναι επίπεδο – ρεκόρ. Ο προϋπολογισμός παρουσίασε πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ πέρυσι και το δημόσιο χρέος έφθασε στο 18% του ΑΕΠ και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο χαμηλών διεθνώς. Η Μόσχα έχει μειώσει την εξάρτηση από το δολάριο για τις συναλλαγές και δημιουργεί τις δικές της εναλλακτικές λύσεις στα συστήματα πληρωμών όπου κυριαρχούν οι ΗΠΑ.
Οι οικονομολόγοι λένε ότι οι πιθανές κυρώσεις θα οδηγήσουν το ρούβλι έως 20% χαμηλότερα έναντι του δολαρίου, θα τροφοδοτήσουν τον ήδη υψηλό πληθωρισμό και συνεπώς θα απαιτήσουν περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ρωσίας, καθώς και μία παρέμβαση για τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και των τραπεζών που υπόκεινται σε κυρώσεις.
«Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει απόλυτη απαγόρευση των εξαγωγών, η αύξηση της πίεσης των κυρώσεων θα έχει έμμεσο αντίκτυπο στην οικονομία, δεδομένου ότι υπάρχουν σημαντικοί οικονομικοί περιορισμοί από το 2014», δήλωσε ο οικονομολόγος της Sova Capital, Artem Zaigrin. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει λίγο περισσότερο την ετήσια ανάπτυξη από τις περίπου 0,2 ποσοστιαίες μονάδες που εκτιμά ότι ήταν η συνέπεια των κυρώσεων του 2014.
Τα σενάρια για τις συνέπειες
Σε ένα ήπιο σενάριο, με τις κυρώσεις να πλήττουν μόνο τον κύκλο προσώπων γύρω από το Κρεμλίνο και ορισμένες κρατικές οντότητες, το ρούβλι θα υποχωρούσε περίπου 6%, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί ελαφρά και η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,4% φέτος, ανάπτυξη μειωμένη κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες από τη βασική πρόβλεψη, σύμφωνα με την Λαβρόβα του BCS.
Μόνο στο πιο ακραίο σενάριο, το οποίο θα περιελάμβανε αυστηρά όρια στο χρέος και τις τράπεζες, καθώς και τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το σύστημα χρηματοοικονομικών επικοινωνιών Swift, η οικονομία θα οδηγούνταν σε ύφεση το 2022.
Η επιβολή των αυστηρότερων κυρώσεων και στις 12 μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες της Ρωσίας «θα μπορούσε να προκαλέσει επανάληψη της κρίσης του 2014, με πιο δύσκολες και μακροπρόθεσμες συνέπειες», σύμφωνα με τον οικονομολόγο της Rosbank, Εβγκένι Κοσέλεφ. Με την πάροδο του χρόνου, τα όρια στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση και την τεχνολογία θα περιόριζαν περαιτέρω τις ήδη υποβαθμισμένες προοπτικές ανάπτυξης της Ρωσίας, σημειώνουν οι οικονομολόγοι.
Σύμφωνα με την πιο ήπια εκδοχή των κυρώσεων, θα απαγορεύονταν στους επενδυτές να αγοράζουν ομόλογα στη δευτερογενή αγορά (οι ΗΠΑ επέβαλαν περιορισμούς στην πρωτογενή αγορά το 2021), ενώ εάν η Δύση καταστεί πιο επιθετική μπορεί να απαιτήσει από τους επενδυτές να ρευστοποιήσουν άμεσα όλα τα ρωσικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους. Όμως αν και οι κινήσεις αυτές θα προκαλούσαν αναστάτωση στις αγορές, δεν θα επιβαρύνουν πολύ τα οικονομικά της Ρωσίας, καθώς η κυβέρνηση έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και δεν βασίζεται στον δανεισμό για να πληρώσει τους λογαριασμούς της.
Όπως εκτιμά ο Ντμίτρι Ντόλγκιν της ING Eurasia, η απαγόρευση αγοράς ρωσικών κρατικών ομολόγων θα αφαιρέσει περί τα 10 δισ. δολ. από τις εισροές κεφαλαίων στη Ρωσία φέτος και θα οδηγήσει σε ελαφρά υποχώρηση το ρούβλι. Μια αναγκαστική πώληση υφιστάμενων ομολόγων, επίσης, πιθανότατα θα απαιτούσε από την κεντρική τράπεζα να παρέμβει σε σταθερές αγορές καθώς το ρούβλι υποχώρησε πιο απότομα.
Μακροπρόθεσμα, ο προϋπολογισμός της Ρωσίας θα μπορούσε να πιεστεί περισσότερο εάν έπρεπε να διατηρήσει μια παρατεταμένη στρατιωτική επιχείρηση ή να αυξήσει ουσιαστικά την οικονομική υποστήριξη για την Ουκρανία σε περίπτωση που σχεδιάζει να επιβάλει στο Κίεβο μία φιλορωσική κυβέρνηση.