H τελευταία δημοσκόπηση του 2021, που διεξήχθη μεταξύ 11-15 Δεκεμβρίου από την Μetropoll σε όλη την Τουρκία, εμφανίζει το κόμμα του Ερντογάν στο 32,3%, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ενισχυμένο στο 27,4%, ενώ τον άτυπο εταίρο της κυβέρνησης Ερντογάν, Μπαχτσελί μόλις στο 5,3%.
Σύμφωνα με την δημοσκόπηση της εταιρίας, όπως τονίζεται σε δημοσίευμα της Deutsche Welle, που παραδοσιακά βγάζει το κόμμα του Ερντογάν χαμηλότερα από τις άλλες, αλλά συνήθως και από τα αποτελέσματα της κάλπης, πέρα από τα χαμηλά ποσοστά καταγράφει και μία πτωτική πορεία σε όλη την διάρκεια του παρελθόντος έτους.
Ουσιαστικά δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία αν η συγκεκριμένη εταιρία παρουσιάζει τα ποσοστά της κυβέρνησης χαμηλότερα από αυτά που μπορεί να είναι. Σημασία έχει η καταγραφή της πτωτικής τάσης, η οποία είναι πραγματική και παράλληλη με την οικονομική κατάσταση. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοσκόπησης, ακόμη και οι ψηφοφόροι που απαντούν ότι είναι θρησκευόμενοι εμφανίζονται να στηρίζουν κατά 10% λιγότερο το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν.
Η οικονομική κρίση επηρεάζει την πρόθεση ψήφου
Η αγοραστική δύναμη του μέσου τούρκου πολίτη είναι αυτή που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία προς τις εκλογές του 2023, η οποία φαντάζει πολύ ανηφορική για τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρόεδρος της Τουρκίας ανηφορίζοντας θα κουβαλάει και το φορτίο των οικονομικών συνεπειών στον τουρκικό λαό.
Επιμένει πάντως στην απόφαση για μείωση του επιτοκίου έστω και ονομαστικά, αφού από την άλλη πλευρά δίνει στις προθεσμιακές καταθέσεις απεριόριστο επιτόκιο, το οποίο έχει βαφτίσει «εγγύηση απόδοσης». Όμως οι αγορές απαντούν στην κατεύθυνση των επιταγών των οικονομολόγων και την περασμένη εβδομάδα οι απώλειες ξεπέρασαν πάλι το 10%.
Στροφή προς την διπλωματία;
Η Άγκυρα πάντως, η οποία κατά κάποιους εξάγει τα εσωτερικά προβλήματα στις σχέσεις με τους γείτονες, φαίνεται πως τώρα επιλέγει την διπλωματία και όχι το πεδίο, όπως έκανε το περασμένο έτος, για αντιπαραθέσεις και διεκδικήσεις των πάγιων θέσεών της, όχι μόνο στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι κινήσεις στο πεδίο δεν συνοδεύονται μόνο από επιχειρησιακό κόστος αλλά και από πολιτικό στην διεθνή σκακιέρα, προκαλώντας ζημίες στο πολλαπλάσιο. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν οι εξελίξεις της τελευταίας τριετίας. Γίνονται μάλιστα και διορθωτικές κινήσεις, όπου υπάρχει περιθώριο, χωρίς εσωτερικό κόστος, όπως την επανεκκίνηση των σχέσεων με την Αρμενία.
Οι επιθέσεις όμως προς την ΕΕ και την Ελλάδα καλά κρατούν σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό και το Κυπριακό κι αυτό φαίνεται ότι δεν πρόκειται να αλλάξει και το 2022. Με επιστολές προς τον ΟΗΕ και δηλώσεις αξιωματούχων, όπως του υπ. Εσωτερικών Σοϊλού και του υπ. Εξωτερικών Τσαβούσογλου, θα κρατηθεί και φέτος ψηλά η σημαία των πάγιων θέσεων και διεκδικήσεων για να μην ξεχνιέται κανείς -με ό,τι αυτο συνεπάγεται και για τις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας.