Κινήσεις κατευνασμού των δυσμενών συνεπειών της πανδημίας και των αναταράξεων που επέφερε την τελευταία διετία στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα δρομολογούν οι περισσότερες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, διαβλέποντας την ανάγκη υιοθέτησης πιο ευέλικτων προσεγγίσεων ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Η αλλαγή έχει ήδη συντελεστεί, επισημαίνουν στελέχη της αγοράς λιανικής, υπογραμμίζοντας ότι η βιαιότητα της πανδημίας αφήνει ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης στις έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε και απειλεί με μεσοπρόθεσμη περικοπή των εσόδων για όσες επιχειρήσεις αποτύχουν να προσαρμοστούν.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εταιρείας McKinsey, σε δείγμα στελεχών επιφορτισμένων με θέματα προμηθειών (chief procurement officers CPOs) από 38 κορυφαίες εταιρείες της βιομηχανίας της μόδας, τουλάχιστον το 50% αυτών έχουν αναλάβει ήδη πρωτοβουλίες δρομολόγησης μετασχηματισμού του επιχειρηματικού τους μοντέλου, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την ταχύτητα αλλά και την ευελιξία της εφοδιαστικής τους αλυσίδας.
Περαιτέρω, το 71% του ίδιου δείγματος έχει ήδη προχωρήσει σε αύξηση του ποσοστού των προϊόντων που κατασκευάζει πιο κοντά στις βασικές αγορές δραστηριοποίησης (near shoring), προκειμένου να μειώσουν αισθητά τους χρόνους παράδοσης των εμπορευμάτων αλλά και να αυξήσουν την ευελιξία τους στις διακυμάνσεις της ζήτησης, όπως αυτές καταγράφονται στον απόηχο των lockdowns που παραμένουν στο προσκήνιο σε κάποιες χώρες, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Μεταξύ των κυριότερων προβλημάτων που οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου αντιμετωπίζουν σε ό,τι αφορά την λειτουργία της εφοδιαστικής τους αλυσίδας συγκαταλέγονται η γενικότερη αναστάτωση στο διεθνές εμπόριο, με την έλλειψη διαθέσιμων containers, την αύξηση του κόστους των ναύλων αλλά και τα προβλήματα λειτουργίας σε πολλά νευραλγικά λιμάνια, η έλλειψη αρκετών πρώτων υλών, κυρίως προερχομένων από την Κίνα, η εκρηκτική αύξηση των ηλεκτρονικών πωλήσεων για τους μεγάλους ομίλους της βιομηχανίας της μόδας που επιτείνει τα προβλήματα των μεταφορών, αλλά και η αύξηση του ανταγωνισμού από νέες εταιρείες που υιοθετούν και προσαρμόζουν το μοντέλο του fast fashion στις ανάγκες της νέας εποχής.
Μάλιστα, η ανάλυση της McKinsey διαπιστώνει ότι οι αναταράξεις της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας δύνανται να μειώσουν τα κέρδη EBITDA των επιχειρήσεων λιανικής από 20% έως και 40% βραχυπρόθεσμα και από 15% έως 20% μακροπρόθεσμα, εάν δεν αντιμετωπιστούν επαρκώς.
Οι παράγοντες αυτοί σηματοδοτούν το τέλος εποχής για την φθηνή παραγωγή σε μακρινές αγορές και την διάθεση ειδών μόδας σε χώρες της Δύσης με εξωπραγματικά περιθώρια κέρδους καθώς, όπως σημειώνει η ίδια ανάλυση, οι περισσότερες εταιρείες υποχρεώνονται στην μετατόπιση τουλάχιστον μέρους της παραγωγής τους σε κοντινότερο έδαφος, με αυξημένο πλέον κόστος. Επιπλέον, οι τάσεις συσπείρωσης που παρατηρούνται στον χώρο της ναυτιλίας συμβάλουν στην περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής και διανομής, με αποτέλεσμα την μετακύλιση κι αυτού του κόστους στον τελικό καταναλωτή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πέντε κορυφαίες ναυτιλιακές εταιρείες ελέγχουν σήμερα το 65% της παγκόσμιας αγοράς μεταφοράς containers, ποσοστό που αναμένεται να αγγίξει το 80% μέχρι το 2025. Ως εκ τούτου, τα αυξημένα ναύλα αποτελούν τον βασικό παράγοντα διαμόρφωσης του τελικού κόστους sourcing για το 82% των ερωτηθέντων, ενώ ακολουθεί το αυξημένο κόστος υφασμάτων και ινών που προβληματίζει το 69% του δείγματος.
Στο περιβάλλον αυτό, κρίσιμης σημασίας για το μέλλον, σύμφωνα με την MicKinsey, είναι η ενδυνάμωση των συνεργασιών που έχουν αποδείξει την αξία τους για τις επιχειρήσεις fast fashion στο πρόσφατο παρελθον, αλλά και η διαμόρφωση του ιδανικού μείγματος παλιών και νέων προμηθευτών. Βασικό κριτήριο αυτών είναι η ενσωμάτωση των εργαλείων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για τον σχεδιασμό και την παραγωγή ρούχων αλλά και η τεχνητή νοημοσύνη, για την πρόβλεψη της διακύμανσης της ζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι, σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες δηλώνουν ότι προτίθενται να μειώσουν τον αριθμό των προμηθευτών τους κατά 25% μέσα στο επόμενο έτος.