Ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Μπράιαν Ντιζ δήλωσε ότι οι αυξήσεις στις τιμές είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού και δεν είναι αποτέλεσμα των πολιτικών του προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Ο Ντιζ, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου στον Λευκό Οίκο δήλωσε στην εκπομπή του CNN «State of the Union» ότι ο ίδιος, αλλά και άλλοι στην κυβέρνηση Μπάιντεν δεν διέπραξαν σφάλμα δηλώνοντας νωρίτερα, ότι ο πληθωρισμός μπορεί να είναι ένα μεσοπρόθεσμο πρόβλημα.
Η κλιμάκωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες ρίχνει βαριά τη σκιά της στους σχεδιασμούς της οικονομικής πολιτικής και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς η επίτευξη του στόχου για την εδραίωση της ανάκαμψης απαιτεί πλέον πιο λεπτούς χειρισμούς.
Ο αντίκτυπος είναι μεγαλύτερος στις ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 6,2% τον Οκτώβριο, το υψηλότερο επίπεδο από το 1990, σε συνέχεια υψηλών αυξήσεων στις τιμές που είχαν σημειωθεί και τους προηγούμενους μήνες. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αρχίζει από τον Νοέμβριο τη σταδιακή απόσυρση του προγράμματος αγορών ομολόγων (QE), ύψους 120 δισ. δολαρίων τον μήνα, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 λόγω του κορονοϊού. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο οι αγορές θα μειωθούν κατά 15 δισ. δολάρια τον μήνα με προοπτική να τερματισθούν το 2022, πιθανότατα στα μέσα του έτους. Η Fed έχει κρατήσει τα μηδενικά επιτόκιά της, ενώ ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι δεν θα βιαστεί να τα αυξήσει, αν και οι αγορές θεωρούν ότι θα προχωρήσει σε μία ή περισσότερες αυξήσεις τους το επόμενο έτος. Η Fed θεωρεί, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε προσωρινούς παράγοντες, όπως η διαταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι οποίοι πιθανόν να υποχωρήσουν ή να εκλείψουν το επόμενο έτος.