Άναψε το «πράσινο φως» για την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου ύψους 15% που είχε προτείνει ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και είχε υποστηριχθεί από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη. Έπειτα από περίπου ένα μήνα που είχε πέσει η πρόταση στο τραπέζι, και διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ, 130 χώρες συμφώνησαν για την επιβολή του φόρου, ενώ εννέα δεν συμφώνησαν.
Όπως αναφέρει το Politico την πρόταση στήριξαν όλες οι χώρες της G20, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Κίνας και της Γαλλίας και θα εγκρίνουν επίσημα τη συμφωνία στις 9 Ιουλίου. Πλέον, κολοσσοί όπως η Google και η Facebook θα σταματήσουν, να αποφεύγουν την φορολογία, μεταφέροντας τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλούς συντελεστές, ενώ αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος των φορολογικών παραδείσων.
Πολλά σημεία της συμφωνίας, όπως οι πιθανές εξαιρέσεις για τον χρηματοοικονομικό τομέα και τη μεταποίηση, έμειναν εκτός του τρέχοντος συμφώνου και θα οριστικοποιηθούν ως τον Οκτώβριο.
Ειδικότερα,
- Σε ό,τι αφορά την φορολόγηση των πολυεθνικών και ιδιαίτερα του τεχνολογικού τομέα, συμφωνήθηκε μια δίκαιη κατανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης ανάμεσα στα κράτη. Οι χώρες, στις οποίες έχουν δραστηριότητα, αλλά και την φορολογική τους έδρα, οι πολυεθνικές εταιρείες θα έχουν το δικαίωμα να φορολογούν τουλάχιστον το 20% των κερδών πάνω από ένα περιθώριο κέρδους 10%. Δηλαδή, μια πολυεθνική με παγκόσμιο τζίρο 100 δισ. ευρώ και έδρα σε τρίτη χώρα, αν υποτεθεί ότι έχει τζίρο 1 δισ. ευρώ από τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα και κέρδη 200 εκατ. ευρώ, θα πρέπει να αποδίδει φόρο στην Ελλάδα τουλάχιστον για το 20% των 100 εκατ. ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί ένα βασικό πρόβλημα με τις εταιρείες που έχουν έσοδα από δραστηριότητες σε πολλές χώρες, αλλά τα κέρδη δεν φορολογούνται στις χώρες από τις οποίες αντλούν τα έσοδα. Πάντως, η συμφωνία του G7 προβλέπει την κατάργηση των ειδικών φόρων σε ψηφιακές υπηρεσίες, που έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη, γι' αυτό και εκφράσθηκαν θετικά χθες για τη συμφωνία εκπρόσωποι της Amazon και της Facebook.
- Οι υπουργοί Οικονομικών του G7 δηλώνουν επίσης ότι δεσμεύονται για την καθιέρωση ενός παγκόσμιου φόρου για τα εταιρικά κέρδη με συντελεστή τουλάχιστον 15%. Με τον τρόπο αυτό, θα δοθεί τέλος στο οικονομικό μοντέλο του «φορολογικού παραδείσου».
Από την πλευρά της, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν ανέφερε πως οι πολυεθνικές θα επωμιστούν το μερίδιο που τους αναλογεί για την αναγκαία χρηματοδότηση των επενδύσεων σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Όπως ανέφερε στο Twitter, η Τζάνετ Γέλεν «σήμερα είναι μια ιστορική ημέρα για την οικονομική διπλωματία. Για δεκαετίες, οι ΗΠΑ συμμετείχαν σε έναν αυτοκαταστροφικό διεθνή φορολογικό ανταγωνισμό, μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές μας απλώς για να βλέπουμε τα άλλα κράτη να μειώνουν ως απάντηση τους δικούς τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια παγκόσμια κoύρσα προς τα κάτω».
Το τέλος των φορολογικών παραδείσων
Μεγάλοι χαμένοι από τη συμφωνία για παγκόσμιο φορολογικό συντελεστή 15% θα είναι οι φορολογικοί παράδεισοι. Σύμφωνα με έρευνα σε ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ολλανδία και στη Βρετανία, που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο από το think tank «More in Common», η πλειοψηφία των πολιτών στις χώρες αυτές σε ποσοστό 87% - 95% στηρίζουν την απόφαση των κυβερνήσεων να «γκρεμίσουν» τους φορολογικούς παράδεισους.
Οι αλλαγές θα πλήξουν κυρίως το εισόδημα χωρών της Καραϊβικής, που προσφέρουν σε πολυεθνικές μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές, ενώ έχουν στήσει ένα σύστημα υποστήριξης των δραστηριοτήτων, από το οποίο κερδίζουν έμμεσα έσοδα μέσα από συναλλαγές και παροχή υπηρεσιών, τα οποία αποτελούν περίπου το 60% των φορολογικών τους εσόδων.
Αλλά δεν είναι μόνο οι χώρες της Καραϊβικής που θα πληγούν από την επιβολή του παγκόσμιου εταιρικού φόρου. Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος που έχουν προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις με την χαμηλή φορολογία τους που φτάνει το 12,5%, ή το Λουξεμβούργο που λειτουργεί σαν ένα offshore hub στη καρδιά της Ευρώπης, δεν θα βρίσκονται στους κερδισμένους της επόμενης ημέρας. Στην ίδια κατηγορία μπαίνουν επίσης η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ που για χρόνια είχαν ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς.