Την πολέμιο των μονοπωλιακών πρακτικών που ακολουθούν οι τεχνολογικοί γίγαντες, Λίνα Καν αποφάσισε η Γερουσία να τοποθετήσει επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις ΗΠΑ (FTC). Μια ικανή επιστήμονα που όπως αναφέρουν τα αμερικανικά Μέσα έχει αποδείξει τον υπερκομματικό της χαρακτήρα και γι' αυτό εξελέγη με μεγάλη αποδοχή και από τους Ρεπουμπλικάνους.
Η νέα επικεφαλής έχει βάλει στο στόχαστρο τους τεχνολογικούς γίγαντες. Σε ερώτηση που της είχε τεθεί, έκανε λόγο για «πιθανή παράνομη δραστηριότητα» κάνοντας έμμεση αναφορά στην διαμόρφωση των τιμών από Google και Facebook στην διαφημιστική αγορά. Πλέον, έχοντας την υποστήριξη και των Ρεπουμπλικάνων, η κα Καν θα έχει την ευχέρεια να κινηθεί εναντίον των τεχνολογικών κολοσσών για περιορίσει την ισχύ τους.
Η τοποθέτηση της Καν έρχεται σε μια περίοδο όπου το Κογκρέσο ετοιμάζεται να αναλάβει δραστικά μέτρα για να περιορίσει την δύναμη των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, στην υποεπιτροπή κατά των μονοπωλίων του Κογκρέσου κατατέθηκαν νομοσχέδια και από τα δύο κόμματα που στόχο έχουν να απαντήσουν στα ζητήματα που είχε θέσει η μελέτη που πραγματοποιήθηκε πέρυσι, με την 31χρονη Καν να έχει κεντρικό ρόλο. Όπως ανέφερε το Politico, περισσότεροι Γερουσιαστές σχεδιάζουν να καταθέσουν νομοσχέδια που θα δίνουν περισσότερες εξουσίες και χρήματα στην FTC, με στόχο να στραφεί εναντίον των τεχνολογικών εταιρειών.
Η FTC έχει καταβάλει προσπάθειες να αντιμετωπίσει τους τεχνολογικούς γίγαντες, επιβάλλοντας ωστόσο πολύ χαμηλά πρόστιμα. Από την πλευρά του, το Κογκρέσο έχει βάλει μπροστά μια σειρά από μέτρα που θα προσπαθήσουν να επεκτείνουν τις δυνάμεις της αμερικανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού με την ελπίδα πως θα μπορέσει να περιορίσει τα περιθώρια για μονοπωλιακές πρακτικές.
Ποια είναι η νέα επικεφαλής της FTC
Όπως αναφέρουν τα αμερικανικά ΜΜΕ, η Λίνα Καν αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση, έχοντας ειδίκευση σε βαθιά τεχνικά θέματα, ενώ αντιλαμβάνεται πως λειτουργεί η αγορά καθώς έχει εργαστεί σαν δημοσιογράφος στο επιχειρηματικό ρεπορτάζ. Είχε γίνει γνωστή όταν το 2013 έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό Time για το ολιγοπώλιο στην αγορά σοκολατοειδών που ελέγχεται από τους τρεις κολοσσούς, Hersey’s, Mars και Nestle.
Όπως ανέφερε, οι τρεις αυτές εταιρείες προσέφεραν οικονομικά ανταλλάγματα στους εμπόρους, γνωστά ως «slotting fees» (προμήθειες για τοποθέτηση στο ράφι), που έκλειναν τον δρόμο σε μικρότερες εταιρείες να πουλήσουν το εμπόρευμα τους.
Αργότερα φοίτησε στη Νομική και χρησιμοποιώντας την εμπειρία της σαν δημοσιογράφος ασχολήθηκε με την Amazon. Η ανάλυση της με τίτλο «Amazon’s Antitrust Paradox» την έβαλε στο επίκεντρο της παγκόσμιας συζήτησης που γίνεται για τη δύναμη του μονοπωλίου. Στη συνέχεια, η Καν πήγε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ως σύμβουλος του προέδρου, Ρόχιτ Τσόπρα πριν μετακινηθεί στην αντιμονοπωλιακή επιτροπή της Γερουσίας. Εκεί ήταν επικεφαλής των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν κατά των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται παγκοσμίως.
Η απαραίτητη αλλαγή σελίδας για την FTC
Πλέον η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις ΗΠΑ βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη αλλαγή σελίδας. Για πολλά χρόνια η FTC δεν αντιμετωπιζόταν ως σοβαρός παράγοντας στην αμερικανική οικονομία. Στο παρελθόν υπήρξαν επικεφαλής που έκαναν αναφορές για σκληρότερη στάση απέναντι στα μονοπώλια, ωστόσο όσα λέγονταν παρέμεναν ευχολόγια με αποτέλεσμα οι τεχνολογικοί κολοσσοί να εκμεταλλευτούν πλήρως την δυναμική τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που είχε περιέλθει η FTC ήταν το 2013, όταν και είχε αρκετά στοιχεία για να αποδείξει τις μονοπωλιακές πρακτικές της Google, όμως άφησε τις κατηγορίες εναντίον του τεχνολογικού γίγαντα χωρίς να αποκαλύψει πόσες αποδείξεις είχε. Η υποτονική στάση που διατηρούσε η Επιτροπή έγινε πλήρως ορατή όταν και η Facebook δέχθηκε πρόστιμο μόλις 5 δισ. δολαρίων για το σκάνδαλο της Cambridge Analytica. Αν και το ποσό ακούγεται μεγάλο, η ανακοίνωση του ύψους του προστίμου τότε είχε οδηγήσει σε άνοδο δεκάδων δισ. της μετοχής της Facebook, ενώ η Επιτροπή δεν είχε ανακοινώσει καν το πρόστιμο. Η Facebook το έκανε κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της.
Με άλλα λόγια η Καν αναλαμβάνει επικεφαλής σε μια υπηρεσία που τα τελευταία χρόνια χαρακτηριζόταν από την ατολμία να βάλει το «μαχαίρι στο κόκκαλο» με τις προσδοκίες να είναι μεγάλες. Αποτελεί το μεγάλο στοίχημα του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν, ενώ έχοντας παράλληλα και την στήριξη των Ρεπουμπλικάνων μπορεί να σηματοδοτήσει την απόφαση της πολιτικής εξουσίας να βάλει τέλος στην εποχή της συγκεντρωμένης οικονομικής δύναμης. Όπως σημειώνουν τα αμερικανικά Μέσα, «ή η Καν θα φτιάξει την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή σε δέκα χρόνια δεν θα υπάρχει η Επιτροπή στη σημερινή της μορφή».
Η ιστορία της Επ. Ανταγωνισμού
Η αρχή της αμερικανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού τοποθετείται στο λυκαυγές της βιομηχανικής Αμερικής στις αρχές του περασμένου αιώνα όταν ο τραπεζίτης J.P. Morgan είχε δημιουργήσει ένα κύμα συγχωνεύσεων προκαλώντας την γέννηση κολοσσών όπως η General Electric και η U.S. Steel. Ο Τέντι Ρουσβελτ θέλοντας να βρει απάντηση στο κύμα που άλλαζε τον βιομηχανικό χάρτη ίδρυσε την Υπηρεσία Εμπορίου στις αρχές του 1900 ώστε να βοηθήσει στις έρευνες εκείνων των εταιριών. Ο Γούντροου Γουίλσον το 1914, μετέτρεψε την υπηρεσία σε Επιτροπή με πλήρεις ελεγκτικές αρμοδιότητες, με στόχο να σπάσει τους επιχειρηματικούς γίγαντες και να ρυθμίσει την αγορά.
Όμως η FTC παρά το γεγονός ότι είχε κάποιες επιτυχίες δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε την πορεία της και αργότερα η εξουσία της περιορίστηκε περαιτέρω καθώς αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν στα δικαστήρια. Στις αρχές της δεκαετίας του '20 η Επ. Ανταγωνισμού δεν κατάφερνε να αντιμετωπίσει τα μονοπώλια και να δημιουργήσει συνθήκες δίκαιου ανταγωνισμού, έχοντας μετατραπεί σε όχημα νομιμοποίησης της συγκεντρωμένης οικονομικής δύναμης.
Υποστηρικτές του New Deal (σειρά οικονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν στις ΗΠΑ, μεταξύ 1933 και 1938, ως απάντηση στην Μεγάλη Ύφεση του 1929) όπως ο Πάτμαν δεν θέλησαν να τελειώσουν την Επ. Ανταγωνισμού, Αντιθέτως προσπάθησαν με νέα ηγεσία και χρηματοδότηση να την αναστήσουν, με αποτέλεσμα να γίνει η FTC ο φύλακας των μικρών επιχειρήσεων της Αμερικής. Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη δεκαετία του '60, η FTC στόχευσε τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων για να σταματήσουν τις άδικες πρακτικές κατέστρεφαν τους μικρούς εμπόρους.
Η οικονομική στρατηγική έδειξε να λειτουργεί, Μετά την αρχική κατάρρευση των μικρών εμπόρων στις αρχές του 1930, οι επιχειρήσεις ανέκαμψαν και η αμερικανική αγορά διέθετε ένα μείγμα αλυσίδων και μικρών καταστημάτων καθώς και διαφόρων μεγεθών βιομηχανίας σε ένα κύμα ανάπτυξης της οικονομίας με μεγάλους μισθούς για την εποχή.
Αυτή η περίοδος συνεχίστηκε μέχρι το 1970 όταν και η FTC άρχισε να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως επιτροπή καταναλωτών, με αποτέλεσμα να μειωθεί η βάση της πολιτικής στήριξης που είχε.Το 1980 η κυβέρνηση Ρίγκαν κατέδειξε τα λάθη σε μια προσπάθεια αναδιάταξης της Επιτροπής, με την τοποθέτηση του Τζέιμς Μίλερ, ο οποίοςενίσχυσε την FTC με νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους.
Οι κυβερνήσεις Κλίντον, Μπους και Ομπάμα συνέχισαν τη συνταγή του Ρίγκαν καθώς η Walmart και άλλες αλυσίδες καταστημάτων «καταβρόχθιζαν» την οικονομία, φτάνοντας στην περίπτωση του 2013, όπου η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάσισε να μην κυνηγήσει την Google για τις μονοπωλιακές της πρακτικές, επιβεβαιώνοντας πως οι κανόνες κατά των μονοπωλίων έχουν πλέον καταρρεύσει.