Ο Τζο Μπάιντεν έκανε ακόμα πιο μακρύ τον κατάλογο των κινεζικών εταιρειών οι οποίες κατηγορούνται πως υποστηρίζουν στρατιωτικές ή κατασκοπευτικές δραστηριότητες του Πεκίνου και δεν μπορούν εφεξής να ωφελούνται από αμερικανικές επενδύσεις· ο Δημοκρατικός συντονίζει στο ζήτημα αυτό τα βήματα του με εκείνα του Ρεπουμπλικάνου προκατόχου του, του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος τροποποίησε εκτελεστικό διάταγμα που είχε δημοσιοποιηθεί τον περασμένο Νοέμβριο, για να συμπεριλάβει στη μαύρη λίστα εταιρείες που παράγουν ή αναπτύσσουν τεχνολογίες παρακολούθησης· αυτές, κατά την Ουάσινγκτον, μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο στην Κίνα, εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων και αντιφρονούντων, αλλά και σε όλο τον κόσμο.
«Το εκτελεστικό διάταγμα αυτό επιτρέπει στις ΗΠΑ να απαγορεύουν -με στοχευμένο τρόπο- αμερικανικές επενδύσεις σε κινεζικές εταιρείες οι οποίες πλήττουν την ασφάλεια ή τις δημοκρατικές αξίες των ΗΠΑ και συμμάχων μας», συνόψισε ο Λευκός Οίκος σε ανακοίνωση Τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα.
Η Ουάσινγκτον διευκρίνισε ότι η μαύρη λίστα βάζει στο στόχαστρο τόσο εταιρείες που χρησιμοποιούν «κινεζική τεχνολογία παρακολούθησης εκτός Κίνας» όσο και την «χρησιμοποίηση (κινεζικής τεχνολογίας) για τη διευκόλυνση της καταστολής ή σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αναφερόμενη κυρίως στους Ουιγούρους.
Στον αρχικό κατάλογο που είχε καταρτιστεί από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ και είχε δημοσιοποιηθεί τη 12η Νοεμβρίου συμπεριλαμβάνονταν 31 εταιρείες, που θεωρείται ότι προμηθεύουν ή υποστηρίζουν το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα και τις υπηρεσίες ασφαλείας της Κίνας. Πλέον, στη μαύρη λίστα συμπεριλαμβάνονται 59 εταιρείες.
Στους Αμερικανούς ιδιώτες και στις αμερικανικές εταιρείες που έχουν συμμετοχές ή άλλα οικονομικά συμφέροντα στις κινεζικές εταιρείες αυτές δίνεται έτσι προθεσμία ως τη 2η Αυγούστου για να διακόψουν κάθε σχέση.
Η μαύρη λίστα συμπεριλαμβάνει μεγάλα ονόματα των κατασκευών, των τηλεπικοινωνιών και των τεχνολογιών: την κατασκευάστρια τηλεφώνων και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Huawei· τη γιγαντιαία δημόσια επιχείρηση πετρελαίου CNOOC· την China Railway Construction· τις China Mobile και China Telecom· την κατασκευάστρια συστημάτων βιντεοπαρακολούθησης Hikvision κ.λ.π..
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ξεκαθαρίζει πως ήθελε να «εδραιώσει και να ενισχύσει» το διάταγμα του Ντόναλντ Τραμπ προκειμένου «να απαγορευθούν αμερικανικές επενδύσεις στο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα της ΛΔ Κίνας». Σκοπός της είναι, επιμένει, «αμερικανικές επενδύσεις να μην υποστηρίζουν κινεζικές εταιρείες που πλήττουν την ασφάλεια ή τις αξίες των ΗΠΑ και των συμμάχων μας».
Ερωτηθείσα για το ζήτημα χθες Πέμπτη, πριν από τη δημοσιοποίηση του εκτελεστικού διατάγματος, η κινεζική διπλωματία κατήγγειλε την «πολιτική» απαγόρευση επενδύσεων που είχαν αποφασίσει οι ΗΠΑ επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς «δεν λαμβάνει διόλου υπόψη της» την πραγματικότητα όσον αφορά τις επιχειρήσεις που πλήττονται. «Οι ΗΠΑ πρέπει να σέβονται την υπεροχή του δικαίου» και να «πάψουν να παίρνουν μέτρα που βλάπτουν την παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά», τόνισε ο Γουάνγκ Γουένμπιν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. «Η Κίνα θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει με σθένος τα θεμιτά δικαιώματα και συμφέροντα των κινεζικών εταιρειών», δεσμεύθηκε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Αφότου ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν τηρεί σκληρή στάση έναντι της Κίνας. Στο ζήτημα αυτό η πολιτική του αποτελεί συνέχεια εκείνης του Ντόναλντ Τραμπ, που είχε εξαπολύσει αληθινή επίθεση εναντίον του Πεκίνου. Πάντως, διαφέροντας στη συγκεκριμένη πτυχή από τον προκάτοχό του, ο Τζο Μπάιντεν θέλει να χρησιμοποιούνται διπλωματικά κανάλια και να συμπηχθεί κοινό μέτωπο εναντίον της Κίνας με τους διεθνείς εταίρους των ΗΠΑ.
Για το ζήτημα υπάρχει εξάλλου συναίνεση στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον. Οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές Τομ Κότον και Μάρκο Ρούμπιο, από κοινού με τους Δημοκρατικούς συναδέλφους τους Γκάρι Πίτερς και Μαρκ Κέλι, δημοσίευσαν στις αρχές της εβδομάδας ανοικτή επιστολή απαιτώντας από την κυβέρνηση Μπάιντεν να δώσει στη δημοσιότητα νέα μαύρη λίστα.
«Η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να δρα με αποφασιστικότητα για να εμποδίσει την αρπακτική συμπεριφορά του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος εναντίον της βιομηχανικής μας βάσης», αξίωνε το κείμενο.
Την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, οι δύο μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου ενεπλάκησαν σε εμπορικό πόλεμο, που μεταφράστηκε στην ανταλλαγή ομοβροντιών επιπρόσθετων τελωνειακών δασμών σε εμπορεύματα αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, που βάρυναν στην παγκόσμια οικονομία.
Πεκίνο και Ουάσινγκτον υπέγραψαν πάντως διμερή συμφωνία για το εμπόριο, κηρύσσοντας κατάπαυση του πυρός στον εμπορικό πόλεμο, τον Ιανουάριο του 2020, λίγο προτού ο κόσμος παραλύσει εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορονοϊού.