Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων πενταπλασιάστηκε και οι περιουσίες ορισμένων εξ αυτών έσπασαν το φράγμα των 100 δισ. δολαρίων. Ταυτόχρονα σε αρκετές χώρες η αποτίμηση των περιουσιών φθάνει σε αρκετά υψηλά επίπεδα ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ. Αυτό, όπως σημειώνει σε εκτενή του ανάλυση στους «Finacial Times», ο Ρουχίρ Σάρμα, κορυφαίος αναλυτής της Morgan Stanley Investment Management, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε κοινωνικές αναταραχές, καθώς το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών συνεχώς αυξάνει και μάλιστα με ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό κατά τη διάρκεια των χρόνων της πανδημίας.
Καθώς ο κορονοϊός άρχισε να εξαπλώνεται και να πλήττει τις οικονομίες οι κεντρικές τράπεζες έριξαν στις αγορές περί τα εννέα τρισ. δολ., σημαντικό μέρος εκ των οποίων κατέληξε στις χρηματιστηριακές αγορές και τελικά στα θησαυροφυλάκια ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς των πλουσιότερων ανθρώπων της υφηλίου.
Ο συνολικός πλούτος των δισεκατομμυριούχων παγκοσμίως αυξήθηκε κατά πέντε τρισ. δολάρια σε 13 τρισ. δολάρια σε 12 μήνες, ή κατά 62%, η πιο εντυπωσιακή αύξηση που καταγράφηκε ποτέ στην ετήσια λίστα δισεκατομμυριούχων που καταρτίζει το περιοδικό «Forbes». Στη λίστα του «Forbes» για το τρέχον έτος, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Απριλίου του 2021, αυτή τη στιγμή υπάρχουν 2.700 υπέρ-πλούσιοι ανά τον κόσμο, με τον αριθμό τους να έχει αυξηθεί κατά 700 σε έναν χρόνο.
Η μεγαλύτερη άνοδος σημειώθηκε στην Κίνα, η οποία πρόσθεσε 238 δισεκατομμυριούχους - έναν κάθε 36 ώρες – με το σύνολό τους να φθάνει στους 626. Στη συνέχεια ακολουθούν οι ΗΠΑ, οι οποίες «προσέθεσαν» 110 και συνολικά έφθασαν στους 724. Στις ΗΠΑ καταγράφηκε και ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, που φέρει το όνομα του επικεφαλής της Tesla, Έλον Μασκ του οποίου η περιουσία σε ένα χρόνο έφθασε τα 150 δισ. δολάρια από 25 δισ. που ήταν πριν, χάρη στην εντυπωσιακή πορεία της μετοχής της Tesla.
«Έκρηξη» του πλούτου στα χρόνια της πανδημίας
Ο αναλυτής της Morgan Stanley αναφέρει ότι παρακολουθεί την πορεία της λίστας Forbes κατά την τελευταία 10ετία και «χωρίζει» σε κατηγορίες τους «ενοίκους» της. Σε όσους έχουν κληρονομήσει τα χρήματά τους, το ποσοστό των οποίων συνεχώς μειώνεται, σε όσους δραστηριοποιούνται σε «καθαρούς» κλάδους, όπως η τεχνολογία ή η μεταποίηση και σε όσους δραστηριοποιούνται σε «κακούς» κλάδους όπως η πετρελαϊκή βιομηχανία ή το real estate. Ο όρος «κακός» κατά τον Σάρμα αφορά κλάδους οι οποίοι θεωρούνται λιγότερο παραγωγικοί και παράλληλα πιο επιρρεπείς στη διαφθορά και εν συνόλω δημιουργούν αρκετό «θυμό» στους λιγότερο προνομιούχους.
Σε αντίθεση με χώρες όπως η Ινδία, η τάξη των δισεκατομμυριούχων της Αμερικής ήταν καλά ισορροπημένη στις αρχές της δεκαετίας του 2010, δεδομένης της φήμης των ΗΠΑ ως της πατρίδας του καπιταλισμού. Ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων έφθασε σε περίπου 10% του ΑΕΠ εκείνη την εποχή, κάτι που ήταν σύμφωνο με τον μέσο όρο για τις πλούσιες χώρες. Το πιο σημαντικό όλων είναι το γεγονός ότι σχετικά λίγοι από τους κορυφαίους μεγιστάνες των ΗΠΑ ξεκίνησαν κληρονομώντας περιουσίες ή έχτισαν τον πλούτο τους σε «κακές» βιομηχανίες. Μέχρι το 2015, η εικόνα είχε αλλάξει δραματικά. Ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων είχε αυξηθεί στο 15% του ΑΕΠ. Εκείνη τη χρονιά, ο Μπέρνι Σάντερς έγινε ο πρώτος Αμερικανός υποψήφιος πρόεδρος που έκανε εκστρατεία εναντίον της «τάξης των δισεκατομμυριούχων».
Τα κέρδη της Wall Street το 2020 διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε εταιρείες τεχνολογίας και στους συνήθως αυτοδημιούργητους ιδρυτές τους. Το μερίδιο πλούτου που κατέχουν οι οικογένειες και οι «κακοί δισεκατομμυριούχοι» μειώθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι «καλοί» δισεκατομμυριούχοι εξακολουθούν να κυβερνούν, με το μερίδιό τους, όμως, να φθάνει στο 20% του αμερικανικού ΑΕΠ.
Η εικόνα στην Ευρώπη
Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα του αναλυτή της Morgan Stanley έγκειται στο γεγονός ότι επί ευρωπαϊκού εδάφους η χώρα που φαίνεται να παράγει πολλούς δισεκατομμυριούχους είναι η Σουηδία. Τα τελευταία πέντε χρόνια ο πληθυσμός των δισεκατομμυριούχων της Σουηδίας αυξήθηκε από 26 σε 41, ενώ 10 από αυτούς εμφανίστηκαν μόλις πέρυσι, όταν ο πλούτος τους ανέβηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ από 20% σε σχεδόν 30%.
Μια παρόμοια τάση εκτυλίσσεται στην παραδοσιακά αριστερή Γαλλία, όπου ο πλούτος είχε αυξηθεί σταθερά στο 11% του ΑΕΠ το 2019 και αυξήθηκε στο 17% πέρυσι. Στη Βρετανία, αντίθετα, ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων παρέμεινε σχετικά σταθερός ως μερίδιο του ΑΕΠ, φθάνοντας πέρυσι λίγο πάνω από το 7% του ΑΕΠ.
Η Γερμανία είναι μία εντελώς διαφορετική περίπτωση αν και σε αυτή ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε πέρυσι στους 136, με 29 νέες «εισαγωγές» στη λίστα. Όμως οι περισσότεροι πάμπλουτοι Γερμανοί διατηρούν πολύ χαμηλό προφίλ, δεν προκαλούν με τον πλούτο τους, ενώ ο μέσος πλούτος των 10 κορυφαίων φθάνει στα 23 δισ. δολάρια με το αντίστοιχο ποσό στις ΗΠΑ να διαμορφώνεται στα 105 δισ. δολάρια. Παράλληλα μεγάλος αριθμός προέρχεται από αρχικά μικρομεσαίες, οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής βιομηχανίας και εξακολουθούν να αποτελούν πηγή εθνικής υπερηφάνειας.
Η «έκρηξη» σε Κίνα και Ρωσία
Μπορεί Κίνα και Ρωσία να διατείνονται ότι δεν είναι καπιταλιστικές χώρες, όμως, ταυτόχρονα αποτελούν και τις πατρίδες ορισμένων εκ των πλουσιότερων ανθρώπων της υφηλίου. Ιδιαίτερα στην Κίνα η έκρηξη του πλούτου είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, με την αξία των περιουσιών να φθάνει το 2020 στο 15% του ΑΕΠ της χώρας.
Οι αλλαγές στη λίστα των δισεκατομμυριούχων της Κίνας αντικατοπτρίζουν την πρόσφατη παρακμή της «παλιάς οικονομίας», που κυριαρχείται από εταιρείες πρώτων υλών και ακινήτων, και την άνοδο μιας νέας οικονομίας, με επικεφαλής εταιρείες σε τομείς όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο και τα φαρμακευτικά προϊόντα, που παράγουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Στην Κίνα, όπως και στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι από τους νέους δισεκατομμυριούχους αυξάνονται σε δυναμικές, εξαιρετικά παραγωγικές βιομηχανίες, με επικεφαλής την τεχνολογία και τη μεταποίηση.
Η Κίνα φαίνεται να δυσκολεύεται να ισορροπήσει ανάμεσα στις τεράστιες περιουσίες και σε όσα έχουν μείνει ακόμη ζωντανά από τις μαοϊκές αξίες. Πριν από τη δεκαετία του 2010, το Πεκίνο φάνηκε να επιβάλλει έναν άγραφο κανόνα ότι καμία περιουσία δεν πρέπει να ξεπερνά τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Όταν η περιουσία κάποιου έφθανε σε αυτό το σημείο, ξαφνικά εισέρχονταν στο στόχαστρο των κρατικών αρχών ελέγχου. Καθώς οι μεγάλες εταιρείες Διαδικτύου απογειώθηκαν, η καθαρή περιουσία των ιδρυτών τους αυξήθηκε και, ίσως πριν οι αρχές να αντιδράσουν, ξεπέρασαν τα 10 δισ. δολάρια για πρώτη φορά το 2014.
Μόλις επτά χρόνια αργότερα, υπάρχουν περισσότεροι από 50 Κινέζοι με περιουσίες που ξεπερνούν το όριο των 10 δισ. δολαρίων. Στις πρόσφατες προσπάθειές τους να συγκρατήσουν κορυφαίους μεγιστάνες στο Διαδίκτυο, όπως ο Τζακ Μα του Ομίλου Ant φαίνεται ότι το Πεκίνο θέλει εκ νέου να «ελέγχει». Ωστόσο, δεδομένου ότι ο στόχος της Κίνας είναι να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως η κορυφαία οικονομία του κόσμου θα είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσει να «πολιορκεί» τους πλούσιους της.
Όσο για τη Ρωσία διαθέτει 120 δισεκατομμυριούχους οι οποίοι δραστηριοποιούνται στις «κακές» βιομηχανίες, ενώ δεν διαθέτει πλούσιους που να έχουν κληρονομήσει την περιουσία τους. Το βασικό χαρακτηριστικό των Ρώσων πολυεκατομμυριούχων δεν είναι άλλο από την επίδειξη του πλούτου τους σε κάθε ευκαιρία που θα τους δοθεί.
Οι υπέρ-πλούσιοι της υφηλίου
Αυτό, όμως, που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το μερίδιο της περιουσίας ορισμένων επιχειρηματιών της υφηλίου σε σύγκριση με το ΑΕΠ της χώρας τους. Οι επονομαζόμενοι «νέοι Ροκφέλερ», καθώς ο Αμερικανός Τζον Ροκφέλερ ήταν ο πρώτος άνθρωπος η περιουσία του οποίου εκτοξεύθηκε στο 1,6% του αμερικανικού ΑΕΠ, καθώς «μετρημένη» σε τρέχουσες τιμές δολαρίου, εκτιμάται ότι το 2019 θα έφθανε στα 331 δισ. δολάρια, δεν είναι λίγοι.
Υπάρχουν πέντε άνθρωποι στον κόσμο η περιουσία των οποίων φθάνει σε εντυπωσιακά ποσοστά του ΑΕΠ των χωρών καταγωγής τους. Όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί οι τρεις εξ αυτών βρίσκονται στην Ευρώπη, με τον ιδρυτή της ισπανικής βιομηχανίας μόδας Inditex Αμ. Ορτέγκα να έχει περιουσία που φθάνει στο 5,3% του ισπανικού ΑΕΠ. Επί ευρωπαϊκού εδάφους ακολουθεί ο Μπερνάρ Αρνό, με περιουσία ίση με το 5,1% του γαλλικού ΑΕΠ και κατόπιν ο Ρώσος Αλεξέι Μορντάσοφ με περιουσία στο 1,7% του ρωσικού ΑΕΠ. Στη λίστα υπάρχει και ο Μεξικανός μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών, Κάρλος Σλιμ με περιουσία ίση με το 5,3% του μεξικανικού ΑΕΠ και ο Ρ. Μπούντι Χαρτόνο από την Ινδονησία του οποίου η περιουσία αγγίζει το 1,7% του ΑΕΠ της χώρας του.