Μια από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία, ανάμεσα στην Fiat Chrysler (FCA) και στο γαλλικό όμιλο PSA, που ελέγχει την Peugeot, ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα και αναμένεται να έχει οριστικοποιηθεί στις αρχές Δεκεμβρίου. Στα χαρτιά, φαίνεται ότι πρόκειται για ένα «γάμο» μεταξύ ίσως, αλλά στην πραγματικότητα, όπως λένε αναλυτές, πρόκειται για μια συγκαλυμμένη εξαγορά της Fiat Chrysler, με αρκετά «αλμυρό» τίμημα για τους μετόχους της PSA και μεγάλους κερδισμένους την πανίσχυρη οικογένεια Ανιέλι.
Η πορεία των μετοχών των δύο αυτοκινητοβιομηχανιών αφότου έγινε γνωστή η διαπραγμάτευση για τη συγχώνευση, την περασμένη Κυριακή, δείχνει πολύ καθαρά ποιος πιστεύει η αγορά ότι είναι ο κερδισμένος από το deal: η μετοχή της FCA στην Νέα Υόρκη σημείωσε άνοδο σχεδόν 19% στις συνεδριάσεις που ακολούθησαν τη γνωστοποίηση των διαπραγματεύσεων, ενώ μετοχή της PSA έκλεισε την περασμένη εβδομάδα με πτώση περίπου κατά 6%.
«Η Fiat Chrysler ίσως πέτυχε μια υπερβολικά καλή συμφωνία με την PSA», σχολίασε χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος του Bloomberg, Κρις Χιουζ, εκφράζοντας την κοινή αντίληψη των περισσότερων αναλυτών. Στα χαρτιά, οι δύο όμιλοι εισφέρουν τις μετοχές τους με σχέση 50 - 50, για να δημιουργήσουν την τέταρτη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, στο νέο όμιλο τον έλεγχο θα έχει η PSA, καθώς θα ορίζει το διευθύνοντα σύμβουλο και άλλα πέντε μέλη στο 11μελές διοικητικό συμβούλιο. Νέος CEO θα είναι ο επιτυχημένος διευθύνων σύμβουλος της PSA, ο Πορτογάλος Κάρλος Ταβάρες, ενώ ο συνεχιστής της δυναστείας των Ανιέλι, Τζον Έλκμαν, θα έχει καθήκοντα προέδρου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες.
Πόσο ακριβά πληρώνουν οι Γάλλοι για να έχουν το προνόμιο του ελέγχου του νέου ομίλου; Ίσως το τίμημα να αποδειχθεί πολύ «τσουχτερό» για τους μετόχους της PSA, αν η συγχώνευση δεν αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη. Οι μέτοχοι της Fiat Chrysler, με πρώτη την οικογένεια Ανιέλι, θα εισφέρουν αξία στη νέα εταιρεία που αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, στο 40%, αλλά θα έχουν τον έλεγχο του 50% των μετοχών, δηλαδή παίρνουν ένα «δώρο» της τάξεως του 20%. Αυτοί οι υπολογισμοί προκύπτουν με βάση το γεγονός ότι οι μέτοχοι της Fiat συμφωνήθηκε να πάρουν, πριν τη συγχώνευση, ένα έκτακτο μέρισμα 5,8 δισ. ευρώ, ενώ οι μέτοχοι της Peugeot θα λάβουν τις μετοχές μιας θυγατρικής της PSA που αξίζουν μόλις 2,6 δισ. ευρώ.
Η οικογένεια των Ανιέλι, που από την εποχή του πατριάρχη Τζιοβάνι Ανιέλι αποτελεί μια από τις ισχυρότερες επιχειρηματικές οικογένειες της Ευρώπης, με μεγάλη πολιτική επιρροή εντός και εκτός Ιταλίας, καταφέρνει μέσα από τη συμφωνία, παρότι δεν θα ελέγχει τη διοίκηση του νέου ομίλου, να παραμείνει στην... πολυθρόνα του μεγαλύτερου μετόχου. Η Exor, που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της οικογένειας Ανιέλι, η οποία ελέγχει σήμερα την FCA με συμμετοχή 29,2%, θα γίνει ο μεγαλύτερος μέτοχος της νέας αυτοκινητοβιομηχανίας, με μερίδιο 14,5%.
Πολύ λένε ότι είναι ένα deal βγαλμένο από... τα όνειρα των Ανιέλι: θα διασφαλίσουν την επιβίωση της Fiat σε ένα τοπίο έντονης αβεβαιότητας για τον κλάδο, θα έχουν το προνόμιο να «τρέχει» το νέο όμιλο ο καλύτερος ίσως, σήμερα, μάνατζερ της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Κάρλος Ταβάρες της PSA, θα εξακολουθήσουν να έχουν σημαντικό ρόλο, με την ιδιότητα του βασικού μετόχου και θα έχουν εξασφαλίσει ένα έκτακτο μέρισμα 1,7 δισ. ευρώ, που ακόμη και για μια οικογένεια δισεκατομμυριούχων αποτελεί σεβαστό ποσό.
Ο νέος όμιλος και τα κέρδη από το deal
Οι δύο εταιρείες, που συνολικά κατασκεύασαν περίπου 8,7 εκατ. οχήµατα το περασµένο έτος, αναμένουν να δηµιουργήσουν ετήσιες συνέργειες αξίας 3,7 δισ. ευρώ και να πωλούν περί τα 9 εκατομμύρια αυτοκίνητα το χρόνο, εξασφαλίζοντας 410.000 θέσεις εργασίας. Ο τζίρος της νέας εταιρείας θα φτάνει τα 170 δισ. ευρώ, ενώ τα κέρδη θα φτάνουν αντίστοιχα τα 11 δισ. Η έδρα της νέας εταιρείας θα είναι στην Ολλανδία και θα έχει επιχειρησιακά γραφεία σε ΗΠΑ, Ιταλία και Γαλλία ενώ οι μετοχές της θα διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης του Μιλάνου και του Παρισιού.
Η PSA δέχεται να «χρυσοπληρώσει» για την Fiat, καθώς είναι αναγκαίο να εισχωρήσει στην αμερικανική αγορά, στην οποία ο όμιλος Fiat-Chrysler διαθέτει ήδη να δίκτυο που ξεπερνάει τα 2.500 σημεία πώλησης. Η PSA, όπως συνολικά η αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως, έχει το βλέμμα στραμμένο στην αγορά των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην οποία έχει ήδη επενδύσει. Τα κόστη για τη μετάβαση στη νέα τεχνολογία της αυτοκίνησης είναι τεράστια και η ευρωπαϊκή αγορά παραμένει περιορισμένη για να τα καλύψει. Με τη συγχώνευση, στόχος είναι να μειωθούν τα κόστη παραγωγής και θα παραχθούν ανάλογα οφέλη για την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών στο κομμάτι της ηλεκτροκίνησης. Επίσης με την τεχνογνωσία της, η Jeep-Chrysler θα βοηθήσει τους Γάλλους να αποκτήσουν ακόμα πιο εξελιγμένα τετρακίνητα μοντέλα που θα βοηθήσουν στη δυναμική είσοδο της Peugeot στις Η.Π.Α.
Στηρίζει τη συμφωνία η γαλλική κυβέρνηση
Μετά το ναυάγιο των συνομιλιών το καλοκαίρι ανάμεσα σε Renault και Fiat, η γαλλική κυβέρνηση δέχθηκε με ενθουσιασμό τα νέα της συγχώνευσης. Υπενθυμίζεται ότι ο πρόεδρος της Renault, Ζαν- Ντομινίκ Σενάρ, είχε επικρίνει δημόσια την κυβέρνηση, καθώς ο Έλκαν είχ, αποχωρήσει αιφνιδίως από τη διαπραγμάτευση, κατηγορώντας «τις πολιτικές συνθήκες στη Γαλλία». Το κράτος, που κατέχει το 15% της Renault, είχε ζητήσει περισσότερο χρόνο για να κερδίσει υποστήριξη από τη Nissan, γεγονός που οδήγησε στο οριστικό τέλος των συνομιλιών.
Τώρα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρυνό Λεμέρ, επεσήμανε ότι η συμφωνία των δύο εταιρειών είναι καλά νέα για τη Γαλλία και την Ευρώπη. Τόνισε, πάντως, ότι θα έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στη διατήρηση των θέσεων εργασίας.«Η συγχώνευση αυτή μεταξύ Peugeot και Fiat μπορεί να δημιουργήσει την τέταρτη υπερδύμανη στον κλάδο του αυτοκινήτου. Μας δίνει ένα κρίσιμο πλεονέκτημα ώστε να αντιμετωπίσουμε τη διττή πρόκληση των οχημάτων αυτόνομης οδήγησης και των ηλεκτρικών οχημάτων», ανέφερε, μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Σημειώνεται ότι οι δύο όμιλοι έχουν αναλάβει δέσμευση να μην κλείσουν εργοστάσια και να μην περιορίσουν την απασχόληση, κάτι που ικανοποιεί μεν το Παρίσι, αλλά δημιουργεί και προβληματισμό σε σχέση με την εξοικονόμηση που θα επιτευχθεί από τη συγχώνευση, καθώς αυτή θα πρέπει να προέλθει κυρίως από το «στύψιμο» των προμηθευτών και έχει αρκετά στοιχεία αβεβαιότητας.