Λίγο πριν το ετήσιο συνέδριο της Apple, η οικονομική καρδιά του κολοσσού, το App Store, βάλλεται ξανά από αντιμονοπωλιακούς ρυθμιστές και εξοργισμένους προγραμματιστές.
Η Κομισιόν έχει ξεκινήσει μια σειρά από έρευνες ενάντια στον τεχνολογικό γίγαντα, με την Spotify να κατηγορεί την Apple για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της διαδικτυακά προσφερόμενης μουσικής, ενώ η δεύτερη έρευνα αφορά τη συμπεριφορά του αμερικανικού γίγαντα όσον αφορά την υπηρεσία πληρωμών του Apple Pay.
Συγκεκριμένα στο επίκεντρο τίθεται ένας αμφιλεγόμενος κανόνας που περιορίζει τι μπορούν να πουν οι προγραμματιστές στους χρήστες για τις επιλογές πληρωμής πέρα από το App Store. Οι οδηγίες των προγραμματιστών της Apple λένε πως οι εφαρμογές δεν «μπορούν να περιλαμβάνουν κουμπιά, εξωτερικούς συνδέσμους ή άλλους τρόπους κλήσης που να κατευθύνουν τους πελάτες να αγοράσουν μηχανισμούς εκτός από αυτούς που περιλαμβάνονται στην αγορά της εφαρμογής».
Οι Ευρωπαίοι νομοθέτες προβληματίζονται για το γεγονός πως η Apple αναγκάζει τους προγραμματιστές να χρησιμοποιούν την υπηρεσία πληρωμών του App Store που κρατά ένα μερίδιο από τις εγγραφές σε μια εφαρμογή, αλλά και από τις αγορές που γίνονται μέσα στην εφαρμογή. Οι αρχές δεν επικεντρώνονται τόσο στο ποσοστό της προμήθειας που παρακρατά η Apple που κυμαίνεται μεταξύ 15%-30%.
«Οι ανταγωνιστές της Apple είτε έχουν αποφασίσει να απενεργοποιήσουν τελείως την δυνατότητα εγγραφής μέσα στην εφαρμογή ή έχουν αυξήσει τις τιμές εγγραφής στην εφαρμογή και έχουν περάσει την αμοιβή της Apple στους καταναλωτές», ανέφερε η Κομισιόν σε ανακοίνωση της. «Και στις δυο περιπτώσεις δεν επιτρέπεται να ενημερώνουν τους χρήστες για εναλλακτικούς τρόπους εγγραφής έξω από την εφαρμογή». Δηλαδή, δεν επιτρέπεται να επιλέξει ένας χρήστης μια άλλη υπηρεσία πληρωμών, ανταγωνιστική προς αυτήν της Apple.
Τα τελευταία χρόνια οι διαμαρτυρίες των προγραμματιστών εναντίον των τεχνολογικών κολοσσών Google και Apple εντείνονται, καθώς αναφέρουν πως Google Play και App Store μαζεύουν μεγάλα ποσά με τις προμήθειες που επιβάλλουν για τις εφαρμογές. Η Κομισιόν ωστόσο στρέφεται κυρίως κατά της Apple, καθώς η Google παρέχει περισσότερους τρόπους πληρωμής για τις εφαρμογές σε σχέση με το App Store.
Το App Store είναι ο μόνος τρόπος για τους περισσότερους καταναλωτές να εγκαταστήσουν εφαρμογές στο iPhone και στις περισσότερες περιπτώσεις η Apple λαμβάνει ένα μερίδιο 15%-30% από τους προγραμματιστές για κάθε πώληση της εφαρμογής τους μέσω του App Store, ενώ αποκλείει παράλληλα και κάθε άλλο τρόπο να κατέβει η εφαρμογή διασφαλίζοντας πως θα λαμβάνει πάντα μερίδιο. Μερικές εφαρμογές μπορούν να λειτουργούν χωρίς να υπάρχει εγγραφή μέσω της Apple, όμως αυτές οι εφαρμογές δεν μπορούν να μεταφέρουν τους χρήστες να αγοράσουν τις υπηρεσίες εκτός των ψηφιακών τειχών της Apple.
Η εφαρμογή του Netflix αναφέρει στους χρήστες πως δεν μπορούν να εγγραφούν στην υπηρεσία μέσα από την εφαρμογή. «Ξέρουμε ότι είναι ταλαιπωρία» αναφέρει το Netflix. Άλλες υπηρεσίες επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν την υπηρεσία πληρωμών της Apple επειδή πολλές φορές είναι πιο απλό για τους πελάτες. Όμως σε μερικές περιπτώσεις αυτό κάνει το προϊόν πιο ακριβό
Μπορεί να είναι πιο χρήσιμο και λιγότερο ακριβό για τους καταναλωτές αν οι εφαρμογές μπορούσαν να πουν στον κόσμο πως μπορούν να αγοράσουν εγγραφές εκτός του Apple App Store. Αν συνέβαινε αυτό ωστόσο, περισσότεροι προγραμματιστές μπορεί να σταματούσαν να χρησιμοποιούν το σύστημα πληρωμών της Apple και η εταιρεία θα έχανε σημαντικά έσοδα, καθώς οι αμοιβές από τις συναλλαγές στο App Store υπολογίζεται ότι είναι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των υπηρεσιών Apple, που ο τεχνολογικός γίγαντας προσπαθεί να αυξήσει και οποιαδήποτε μείωση θα προκαλούσε αναταράξεις στη μετοχή της εταιρείας.
Για παράδειγμα, αν η Apple μείωνε την αμοιβή της από το 30% στο 5% αυτό θα σήμαινε μείωση 11% των εσόδων της εταιρείας ανά μετοχή, όπως έχουν υπολογίσει οι αναλυτές στο χειρότερο σενάριο.
Ο επικεφαλής τεχνολογίας της Basecamp Ντέιβιντ Χαινμάιερ Χάνσον (David Heinemeier Hansson) παραπονέθηκε μέσω Twitter για τους κανόνες της Apple, λίγο αφότου η Κομισιόν ξεκίνησε τις έρευνες κατά της Apple. Το στέλεχος της εταιρείας ανέφερε πως η Apple απείλησε να αφαιρέσει τη νέα εφαρμογή «Hey»της Basecamp, αν δεν πρόσθετε την δυνατότητα στους χρήστες να αγοράσουν την εγγραφή μέσα από το App Store, πληρώνοντας κατά συνέπεια την επιπλέον αμοιβή στον τεχνολογικό γίγαντα.
Η Apple από την πλευρά της δήλωσε πως το «Hey» δεν συμμορφώθηκε με τους κανόνες του App Store. H Apple δήλωσε ότι η Ευρ. Ένωση ανταποκρίνεται ουσιαστικά σε παράπονα ανταγωνιστών της, οι οποίοι «απλώς θέλουν να μην πληρώνουν και αρνούνται να παίξουν με τους ίδιους κανόνες όπως όλοι οι άλλοι».
Η Match Group, ιδιοκτήτρια εφαρμογών γνωριμιών όπως το Tinder αμφισβήτησε αυτή την δήλωση αμέσως μετά αναφέροντας οτι «η Apple είναι ένας συνεργάτης, αλλά είναι επίσης και μια κυρίαρχη πλατφόρμα, που οι δράσεις της αναγκάζουν μια μεγάλη πλειοψηφία καταναλωτών να πληρώνουν παραπάνω για εφαρμογές» και πρόσθεσε πως «ισχυρίζονται οτι ζητάμε για δωρεάν βόλτα όταν στην πραγματικότητα οι ψηφιακές υπηρεσίες είναι η μόνη κατηγορία εφαρμογών που πρέπει να πληρώσουν μερίδιο στο App Store».
Η εταιρεία έχει καλέσει την Apple να συμπεριφερθεί στις εφαρμογές γνωριμιών της όπως όλες τις άλλες υπηρεσίες σαν την Uber ή τα κοινωνικά δίκτυα που δεν χρεώνονται επιπλέον.
Προσφάτως η Apple έχει προχωρήσει σε μερικές εξαιρέσεις. Τον Απρίλιο επέτρεψε σε μερικές εφαρμογές βίντεο όπως το Amazon Prime να πωλούν ταινίες στα iPhones και τα iPads χωρίς να δίνουν μερίδιο στην εταιρεία. Ούτε αυτό όμως δείχνει να αλλάζει την κακή εικόνα της εταιρείας με τον Χάνσον της Basecamp να κατηγορεί την Apple πως χρησιμοποιεί άνισα και άδικα του κανόνες του App Store.
To οικοσύστημα εφαρμογών της Apple παράγει περίπου 519 δισ. δολάρια το χρόνο, με τα 413 δισεκατομμύρια δολάρια εξ αυτών να αφορούν σε φυσικά προϊόντα και offline υπηρεσίες, ενώ οι online υπηρεσίες και τα ψηφιακά προϊόντα αντιστοιχούν σε 61 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία η ίδια η Apple έχει κέρδη, της τάξης του 30%.
Αν η Apple χάσει και αυτή την μάχη, τότε τα έσοδα του τεχνολογικού γίγαντα θα δεχθούν ένα σοβαρό πλήγμα σε μια χρονιά που αποδεικνύεται ήδη αρκετά δύσκολη μετά την πανδημία.