Η αστυνομία της Σουηδίας ανακοίνωσε ότι δεν θα προχωρήσει σε έρευνα σχετικά με την καταγγελία που υπέβαλε ο ιδρυτής της WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, για την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ηγέτιδα της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα.
Ο Ασάνζ υποστήριξε ότι η απόφαση του Ιδρύματος Νόμπελ παραβιάζει τους όρους της διαθήκης του Άλφρεντ Νόμπελ, καθώς η Ματσάδο φέρεται να στηρίζει εχθρικές ενέργειες του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά του προέδρου της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο. Στη μηνυτήρια αναφορά του, που χαρακτηρίστηκε μη αποδεκτή, υποστηρίζει ότι το φετινό βραβείο συνιστά, σύμφωνα με το σουηδικό δίκαιο, «κατάχρηση πόρων και διευκόλυνση εγκλημάτων πολέμου».
Όπως ανέφερε ο αστυνομικός επιθεωρητής Ρίκαρντ Έκμαν σε μήνυμα προς το Γαλλικό Πρακτορείο, η μήνυση του Ασάνζ δεν περιείχε στοιχεία που να υποδεικνύουν διάπραξη αδικήματος. «Αφού αποφασίστηκε να μην ξεκινήσει προκαταρκτική, καμία έρευνα δεν θα γίνει με βάση αυτή τη μήνυση», πρόσθεσε.
Η Επιτροπή Νόμπελ της Νορβηγίας απένειμε το βραβείο στη Ματσάδο για τη συμβολή της στη δημοκρατική μετάβαση στη Βενεζουέλα. Ο Ασάνζ διατείνεται ότι η επιλογή αυτή αντίκειται στις επιθυμίες του Νόμπελ, ο οποίος είχε ορίσει στη διαθήκη του το βραβείο να απονέμεται σε όσους προάγουν την «αδελφοσύνη των λαών», τη μείωση των μόνιμων στρατών και την προώθηση ειρηνευτικών πρωτοβουλιών.
Παράλληλα, ο Ασάνζ είχε ζητήσει να «παγώσει» το ποσό των 11 εκατ. κορωνών (1,18 εκατ. ευρώ) που συνοδεύει το βραβείο προς τη Ματσάδο.
Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει σημαντικές αεροναυτικές δυνάμεις στην Καραϊβική, πραγματοποιώντας επιθέσεις σε δεκάδες μικρά σκάφη που θεωρούνται ύποπτα για διακίνηση ναρκωτικών, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 100 ατόμων. Ο Ασάνζ αποφυλακίστηκε από βρετανική φυλακή τον Ιούνιο του 2024, έπειτα από συμφωνία με τις αμερικανικές δικαστικές αρχές που ζητούσαν την έκδοσή του λόγω της δημοσίευσης χιλιάδων απόρρητων εγγράφων της αμερικανικής κυβέρνησης μέσω της WikiLeaks.