Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προχώρησε στην έκδοση των πρώτων κατευθυντήριων οδηγιών για τη χρήση των φαρμάκων GLP-1 στη θεραπεία της παχυσαρκίας, προτείνοντάς τα ως μακροχρόνια λύση για μια πάθηση που επηρεάζει πάνω από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως.
Η οδηγία του ΠΟΥ, που έχει χαρακτήρα υπό όρους, αφορά τη χορήγηση των φαρμάκων GLP-1 σε ενήλικες, με εξαίρεση τις εγκύους, και συστήνει τον συνδυασμό τους με υγιεινή διατροφή και συστηματική άσκηση για καλύτερα αποτελέσματα.
Όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters, ο ΠΟΥ αναμένεται να παρουσιάσει σύντομα αντίστοιχες οδηγίες για τη διαχείριση της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους.
Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, τόνισε ότι η απόφαση αυτή «αναγνωρίζει ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί με ολιστική και ισόβια φροντίδα». Ωστόσο, προειδοποίησε πως τα φάρμακα από μόνα τους δεν αποτελούν πανάκεια για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης παχυσαρκίας.
Τα συγκεκριμένα φάρμακα, όπως τα Ozempic, Wegony και Mounjaro, αρχικά αναπτύχθηκαν για τη θεραπεία του διαβήτη, αλλά πλέον χρησιμοποιούνται ευρέως και για απώλεια βάρους. Πρόκειται για «αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1», που μιμούνται τη δράση της ορμόνης αυτής συμβάλλοντας στην έκκριση ινσουλίνης και στην πρόκληση αίσθησης κορεσμού.
Στελέχη του ΠΟΥ επισημαίνουν πως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η πρόσβαση στα φάρμακα. Παρά την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγής, εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 λιγότερο από το 10% των πασχόντων θα έχει πρόσβαση στις θεραπείες GLP-1. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μας είναι η ισότιμη πρόσβαση. Χωρίς συντονισμένη δράση, τα φάρμακα αυτά θα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και εντός των χωρών», ανέφερε ο Τέντρος.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο ΠΟΥ συμπεριέλαβε τις δραστικές ουσίες σεμαγλουτίδη και τιρζεπατίδη, που περιέχονται στα Ozempic (Novo Nordisk) και Mourjano (Eli Lilly), στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
Οι νέες οδηγίες αφορούν ενήλικες με Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 30 και προτείνουν τρεις δραστικούς παράγοντες: σεμαγλουτίδη, τιρζεπατίδη και λιραγλουτίδη, που ανήκει στην ίδια κατηγορία φαρμάκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, πάνω από 3,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους το 2022 από ασθένειες σχετιζόμενες με την παχυσαρκία. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, ο αριθμός των πασχόντων ενδέχεται να διπλασιαστεί έως το 2030. Η «επιδημία παχυσαρκίας» επιφέρει και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, με το παγκόσμιο κόστος να εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2030.
«Εάν δεν αλλάξουμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την κατάσταση, η πίεση στα συστήματα υγείας θα καταστεί μη βιώσιμη», σημείωσε ο Τζέρεμι Φάραρ, γενικός υποδιευθυντής του ΠΟΥ, υπεύθυνος για την προώθηση της υγείας, την πρόληψη και την καταπολέμηση ασθενειών.