Δύο Ελβετοί βουλευτές κατέθεσαν προσφυγή στον γενικό εισαγγελέα της Συνομοσπονδίας, ζητώντας τη διενέργεια έρευνας για τα δώρα που προσφέρθηκαν στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από επικεφαλής ελβετικών επιχειρήσεων στις αρχές Νοεμβρίου. Σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), το αίτημα αυτό επιβεβαιώθηκε και από την ελβετική ραδιοτηλεόραση (RTS).
Η υπόθεση ξεκίνησε όταν αντιπροσωπεία Ελβετών επιχειρηματιών επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον για να συζητήσει με τον Ντόναλντ Τραμπ τις επιπτώσεις των δασμών ύψους 39% που επιβλήθηκαν στα ελβετικά προϊόντα από τον Αύγουστο.
Ιδιαίτερη προσοχή προσέλκυσαν ένα επιτραπέζιο ρολόι Rolex και μία προσωποποιημένη ράβδος χρυσού, τα οποία εμφανίστηκαν στο γραφείο του προέδρου στον Λευκό Οίκο. Τα συγκεκριμένα δώρα απασχόλησαν τόσο τα ελβετικά όσο και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Ο όρος "gold bar diplomacy", που χρησιμοποιήθηκε από τον αμερικανικό Τύπο, ήρθε στο προσκήνιο δέκα ημέρες αργότερα, όταν Βέρνη και Ουάσιγκτον ανακοίνωσαν κοινή δήλωση προθέσεων για μείωση των δασμών στα ελβετικά προϊόντα στο 15%.
Οι βουλευτές των Πράσινων της Ελβετίας, Γκρέτα Γκίζιν και Ραφαέλ Μαχάιμ, υπογραμμίζουν στην καταγγελία τους ότι η υπόθεση έχει σημαντικές εθνικές και διεθνείς διαστάσεις και πρέπει να διερευνηθεί από τη δικαιοσύνη. Τονίζουν ότι διακυβεύονται η αξιοπιστία των θεσμών, ο σεβασμός στο κράτος δικαίου και η φήμη της Ελβετίας.
Η αξία των δώρων παραμένει άγνωστη, ενώ οι διαθέσιμες δημόσιες πληροφορίες για τον τελικό προορισμό τους θεωρούνται ελλιπείς. Οι βουλευτές ζητούν διερεύνηση σχετικά με το αν πρόκειται για αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σύμφωνα με τον ελβετικό ποινικό κώδικα, επικαλούμενοι συγκεκριμένα το άρθρο 322 περί διαφθοράς αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας για τη μείωση των δασμών έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τις εργοδοτικές ενώσεις, ωστόσο προκάλεσε αντιδράσεις, κυρίως από τους Ελβετούς Πράσινους, που χαρακτήρισαν την επίσκεψη των επιχειρηματιών «δημοκρατικά αμφισβητήσιμη».
Μεταξύ των επιχειρηματιών που συμμετείχαν στη συνάντηση και εμφανίζονται σε σχετική φωτογραφία ήταν ο γενικός διευθυντής της Rolex, Ζαν Φρεντερίκ Ντιφούρ, και ο επικεφαλής της εταιρείας χυτηρίου και εμπορίας χρυσού MKS PAMP, Μαρουάν Σακαρτσί.