Το κυβερνητικό shutdown στις ΗΠΑ έχει εισέλθει στην 36η του ημέρα, σπάζοντας κάθε ιστορικό ρεκόρ και προκαλώντας αυξανόμενη οικονομική ζημιά. Με βάση τις εκτιμήσεις οικονομολόγων, κάθε εβδομάδα που περνάει κοστίζει στην αμερικανική οικονομία από 10 έως 30 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, με τους περισσότερους να τοποθετούν το ποσό γύρω στα 15 δισ.
Στο παρελθόν, το πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη αποδείχθηκε προσωρινό, καθώς οι απολυμένοι προσωρινά υπάλληλοι λάμβαναν αναδρομικά τους μισθούς τους και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναπλήρωνε τις καθυστερημένες δαπάνες μετά την επανεκκίνηση.
Ωστόσο, η τρέχουσα κρίση ενδέχεται να αποδειχθεί πιο καταστροφική, όχι μόνο λόγω διάρκειας, αλλά και εξαιτίας της ευρύτερης οικονομικής ευπάθειας, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι. Η οικονομία είναι πιο εύθραυστη σε σχέση με πριν από επτά χρόνια, με πολλούς Αμερικανούς να ανησυχούν για τον πληθωρισμό και τις προοπτικές απασχόλησης.
Επιπλέον, σε αντίθεση με το shutdown του 2018–2019, οι συνέπειες αυτή τη φορά επεκτείνονται πέρα από τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, που δεν πληρώνονται, αγγίζοντας εκατομμύρια Αμερικανούς που χάνουν την πλήρη πρόσβαση σε προγράμματα διατροφικής βοήθειας, ενόψει της εορταστικής περιόδου.
Από την Ουάσιγκτον μέχρι το Τέξας, η οικονομική πίεση διαχέεται σε εργαζομένους, εργολάβους, μικρές επιχειρήσεις και κοινωνικά προγράμματα, αυξάνοντας τον κίνδυνο μόνιμων απωλειών στην ανάπτυξη. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), αν το αδιέξοδο συνεχιστεί έως την Ημέρα των Ευχαριστιών, οι συνολικές απώλειες θα φτάσουν τα 14 δισ. δολάρια, ποσό που δεν θα ανακτηθεί ποτέ.
Η πολιτική παράλυση πλήττει και το επενδυτικό κλίμα. Η Moody’s Analytics προειδοποιεί ότι αν το shutdown συνεχιστεί και επηρεάσει τη Χριστουγεννιάτικη περίοδο, η ζημιά θα μπορούσε να διπλασιαστεί, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης και επιβράδυνση της οικονομίας έως 2 ποσοστιαίες μονάδες το τέταρτο τρίμηνο.
«Η οικονομική ζημιά θα κλιμακωθεί αν η αβεβαιότητα πλήξει την καταναλωτική εμπιστοσύνη», τονίζει στο Bloomberg ο επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s, Mark Zandi.
Με τις ΗΠΑ να αντιμετωπίζουν ήδη πληθωριστικές πιέσεις και αυξημένο κόστος δανεισμού, το shutdown λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αστάθειας, απειλώντας να αφήσει μόνιμες πληγές στην οικονομία — πολύ πέρα από την Ουάσιγκτον.
Υπό ασφυκτική πίεση ομοσπονδιακές υπηρεσίες και ιδιωτικός τομέας
Περίπου 650.000 ομοσπονδιακοί υπάλληλοι βρίσκονται σε αναστολή εργασίας χωρίς μισθό. Οι καθυστερημένες πληρωμές έχουν ήδη μειώσει την αγοραστική δύναμη σε πολλές περιοχές, πλήττοντας την κατανάλωση — τον κύριο μοχλό της αμερικανικής οικονομίας. Κάθε εβδομάδα που περνά χωρίς λύση μεταφράζεται σε δισεκατομμύρια χαμένων δαπανών για ενοίκια, τρόφιμα και υπηρεσίες.
Το Bloomberg εκτιμά ότι η αύξηση της ανεργίας ενδέχεται να φτάσει το 4,7% όταν δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία, έναντι 4,3% τον Αύγουστο, λόγω των εργαζομένων σε αναστολή που υπολογίζονται ως άνεργοι.
«Το shutdown δεν προκαλεί καταστροφή από μόνο του, αλλά όσο διαρκεί, η ζημιά γίνεται βαθύτερη και πιο δύσκολα αναστρέψιμη», δήλωσε ο Jonathan Millar, ανώτερος οικονομολόγος της Barclays.
Η καθυστέρηση πληρωμών επηρεάζει και τον ιδιωτικό τομέα. Περίπου 24 δισ. δολάρια σε κρατικές δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες έχουν παγώσει. Χιλιάδες εταιρείες-εργολάβοι και προμηθευτές της κυβέρνησης βρίσκονται χωρίς εισροές, αναγκάζοντας κάποιες να περικόψουν προσωπικό ή να καθυστερήσουν μισθούς.
Η Υπηρεσία Μικρών Επιχειρήσεων (SBA) έχει αναστείλει περίπου 2,5 δισ. δολάρια σε δάνεια που αφορούν 4.800 μικρές επιχειρήσεις, στερώντας τους σημαντική ρευστότητα για λειτουργικές δαπάνες και επενδύσεις. «Οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις συσσωρεύονται. Κάθε μέρα παράλυσης μειώνει όχι μόνο την τρέχουσα, αλλά και τη μελλοντική ανάπτυξη», προειδοποιεί ο Neil Bradley του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ.
Οι συνέπειες του shutdown δεν περιορίζονται στα οικονομικά μεγέθη. Η μερική αναστολή χρηματοδότησης του προγράμματος SNAP, που παρέχει διατροφική βοήθεια σε 42 εκατομμύρια Αμερικανούς, αφήνει εκατομμύρια οικογένειες εκτεθειμένες.
Παράλληλα, το πρόγραμμα Head Start, που στηρίζει εργαζόμενους γονείς παρέχοντας παιδική φροντίδα, έχει ήδη διακόψει τη λειτουργία του για πάνω από 8.000 παιδιά.