Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ξεκαθάρισε ότι δεν θα υπάρξει επικάλυψη μεταξύ των προγραμμάτων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για την αντιμετώπιση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Σε συνέντευξη Τύπου μετά το Συμβούλιο Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο κ. Ρούτε επισήμανε πως οι δύο οργανισμοί θα αποφύγουν τη «διπλή δουλειά» στα αμυντικά προγράμματα κατά των drones.
Στο Συμβούλιο συζητήθηκε η ενίσχυση των μέσων άμυνας και αποτροπής απέναντι στις επαναλαμβανόμενες διεισδύσεις ρωσικών drones ή άλλων μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων, των οποίων η προέλευση παραμένει αδιευκρίνιστη. Οι υπουργοί Άμυνας της ΕΕ πρόκειται να συνεδριάσουν αργότερα, με θέμα το "τείχος" κατά των drones που σχεδιάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και τον οδικό χάρτη «Ετοιμότητα 2030» που θα παρουσιαστεί από την Ύπατη Εκπρόσωπο, Καγιά Κάλας.
Ο Μαρκ Ρούτε υπογράμμισε ότι ΝΑΤΟ και ΕΕ συνεργάζονται στενά, αξιοποιώντας τα αντίστοιχα πλεονεκτήματά τους. Το ΝΑΤΟ διαθέτει στρατιωτικές δυνατότητες για τη διατήρηση της ασφάλειας του εναέριου χώρου και την ανάπτυξη τεχνολογίας drones, αντλώντας εμπειρίες και από την Ουκρανία.
Η ΕΕ, σύμφωνα με τον κ. Ρούτε, προσφέρει την «ήπια δύναμη» της εσωτερικής αγοράς, ενισχύοντας τη χρηματοδότηση και την ενότητα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, με στόχο τη μέγιστη πρόσβαση ακόμη και για χώρες εκτός ΕΕ.
Αναφερόμενος στην επικείμενη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ απέφυγε να σχολιάσει διμερή ζητήματα, αλλά σημείωσε την ικανοποίησή του για τη «στενή συνεργασία» μεταξύ των δύο ηγετών. Επισήμανε ότι ο στόχος παραμένει να ξεκινήσουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, με εγγυήσεις ασφαλείας που θα τεθούν σε ισχύ μετά από μακροπρόθεσμη εκεχειρία ή ειρηνευτική συμφωνία.
Τέλος, σχετικά με το πρόγραμμα PURL, μια πρωτοβουλία των ΗΠΑ που επιτρέπει στην Ουκρανία να αγοράζει αμερικανικά όπλα με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ο κ. Ρούτε ανέφερε ότι η βοήθεια έχει ήδη φτάσει τα 2 δισ. ευρώ. Ανακοίνωσε επίσης τη συμμετοχή νέων χωρών, ενώ ήδη έχουν δεσμευτεί η Ολλανδία, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία και ο Καναδάς.