Οι κυρώσεις της Δύσης ενάντια στη Ρωσία γίνονται όλο και πιο «επιθετικές», αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν κατορθώσει να πλήξουν την πολεμική της βιομηχανία και ως εκ τούτου να αναχαιτίσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του ο Economist, η Ρωσία κατορθώνει να ξεπεράσει τις κυρώσεις χάρη σε μία σειρά χωρών που είναι πρόθυμες να τη στηρίξουν, με προεξάρχουσα την Κίνα. Την ίδια ώρα το Foreign Policy κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη Δύση, εξαιτίας της όλο και στενότερης σχέσης μεταξύ των δύο χωρών.
Η όλη διαδικασία είναι δύσκολο να σταματήσει, καθώς γίνεται μέσω μίας σειράς μεταβιβάσεων από εικονικές επιχειρήσεις, με το Πεκίνο, πάντως, να έχει τον ηγετικό ρόλο σε αυτή τη σχέση, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS). Οι κινεζικές εταιρείες έχουν προμηθεύσει τη Ρωσία με ημιαγωγούς που είναι ζωτικής σημασίας για την κατασκευή διαφόρων οπλικών συστημάτων. Έχουν επίσης παράσχει εξοπλισμό πλοήγησης, εξαρτήματα για αεροσκάφη και προϊόντα γενικής χρήσης, όπως ρουλεμάν, που χρησιμοποιούνται σε πυροβόλα και άλλα οπλικά συστήματα.
Τα αρχεία συναλλαγών υποδηλώνουν ότι οι εισαγωγές βιομηχανικού εξοπλισμού ακριβείας που χρησιμοποιεί η Ρωσία για την παραγωγή αμυντικού υλικού προέρχονται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα. Μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του περασμένου έτους υπήρχαν περισσότερες από 10.000 συναλλαγές το μήνα από την Κίνα προς τη Ρωσία. Κάθε εγγραφή θα μπορούσε να περιέχει πολλαπλά αγαθά, οπότε ο πραγματικός αριθμός των παρεχόμενων εξοπλισμών είναι πιθανό να είναι πολύ υψηλότερος.
Οι εισαγωγές τέτοιων αγαθών από τη Ρωσία άρχισαν να αυξάνονται μετά τον Σεπτέμβριο του 2022. Αλλά η «έκρηξη» των παραδόσεων από την Κίνα ήρθε τον Μάρτιο του 2023, μετά τη συνάντηση Πούτιν και Σι στη Μόσχα. Μπορεί η Κίνα να δηλώνει ουδέτερη στην πολεμική σύγκρουση και ότι δεν στηρίζει τη ρωσική πολεμική μηχανή, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι πράττει ακριβώς το αντίθετο.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το εμπόριο μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας εκτινάχθηκε στο ρεκόρ των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι και συνέχισε να αυξάνεται το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Ρωσία στέλνει πετρέλαιο και φυσικό αέριο προς τα ανατολικά και παίρνει σε αντάλλαγμα αυτοκίνητα, μηχανήματα και ορισμένα κρίσιμα εξαρτήματα για να διατηρήσει την αμυντική βιομηχανική της βάση σε λειτουργία. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζουν Αμερικανοί αξιωματούχοι, η Κίνα παρέχει στη Ρωσία κινητήρες για μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους, καθώς και ημιαγωγούς που η Ρωσία χρειάζεται για την αμυντική της βιομηχανία. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν διαμαρτυρήθηκε πρόσφατα στον Κινέζο ομόλογό του για τον ρόλο του Πεκίνου στην υποστήριξη του παράνομου πολέμου της Μόσχας στην Ουκρανία.
Δαιδαλώδεις διαδρομές εισαγωγών
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η Ρωσία, μέσω ενός δαιδαλώδους συστήματος εισαγωγών, λαμβάνει τελικά εξαρτήματα και δυτικής κατασκευής. Αγαθά από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, για παράδειγμα, έφτασαν στη Ρωσία μέσω τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που δεν έχουν δηλώσει συμμετοχή στις δυτικές κυρώσεις.
Σύμφωνα με το think tank, Royal United Services Institute η Compel, ένας από τους κορυφαίους διανομείς μικροηλεκτρονικής της Ρωσίας, είχε εισάγει τεράστιες ποσότητες δυτικής μικροηλεκτρονικής μέσω όχι μόνο του Χονγκ Κονγκ, αλλά και της Γερμανίας.
«Προς το παρόν, η παραγωγική έκρηξη της Ρωσίας φαίνεται ότι θα συνεχιστεί. Οι αμυντικές της δαπάνες αναμένεται να φθάσουν τα 115 δισ. δολάρια το 2024, αύξηση 68% από το 2023. Ωστόσο, ακόμη και με τη βοήθεια της Κίνας και άλλων, η Ρωσία δεν μπορεί να διατηρήσει την ώθηση επ' αόριστον. Τα υλικά που απαιτούνται για την κατασκευή πυραύλων πυροβολικού και άλλων πυρομαχικών είναι σε έλλειψη. Σε ορισμένες περιοχές, τα αποθέματα της σοβιετικής εποχής που οι Ρώσοι ανακατασκευάζουν θα εξαντληθούν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Εν τω μεταξύ, οι δυτικές χώρες μπορούν να αναλώσουν τις προσπάθειές τους στο να κλείσουν τα κενά των υφιστάμενων κυρώσεων -και να ενισχύσουν τη δική τους παραγωγική ικανότητα για να βοηθήσουν την Ουκρανία», καταλήγει στο άρθρο του ο Economist.