Πρωτεργάτης της επανένωσης της Γερμανίας, σταθερός υποστηρικτής της ενωμένης Ευρώπης και πιστός στη λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ο Β. Σόιμπλε άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του όχι μόνο στη γερμανική αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών, ενώ ήταν ένα από τα μακροβιότερα μέλη της γερμανικής Βουλής, καθώς θήτευσε στη Bundestag για περισσότερα από 50 χρόνια.
Ο Σόιμπλε έγινε υπουργός Οικονομικών της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2009, λίγο πριν οι αποκαλύψεις για το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας πυροδοτήσουν την κρίση που κατέκλυσε την ήπειρο και απείλησε να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια οικονομική τάξη.
Μακροχρόνιος υποστηρικτής της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ενότητας, συνέβαλε στην ηγεσία μιας πολυετούς προσπάθειας που αποσκοπούσε σε βαθύτερη ολοκλήρωση και αυστηρότερους κανόνες. Όμως η Γερμανία δέχθηκε επικρίσεις για την έμφαση που έδωσε στη λιτότητα και την απροθυμία της για γενναιοδωρία ή στήριξη προς τις λιγότερο πλούσιες χώρες της ευρωζώνης.
Μετά από οκτώ χρόνια ως υπουργός Οικονομικών, ο Σόιμπλε ανέλαβα την προεδρία γερμανικού κοινοβουλίου - το τελευταίο βήμα σε μια μακρά πολιτική καριέρα στην πρώτη γραμμή, από την οποία δεν αποχώρησε ποτέ, ακόμη και όταν έπεσε θύμα τρομοκρατικής επίθεσης.
Ο Σόιμπλε ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αφού παρέλυσε από τη μέση και κάτω όταν ένας ψυχικά διαταραγμένος άνδρας τον πυροβόλησε σε προεκλογική συγκέντρωση το 1990, αμέσως μετά την επανένωση. Επέστρεψε στην εργασία του λίγες εβδομάδες αργότερα και, τον επόμενο χρόνο, πιστώθηκε ότι βοήθησε να επηρεαστεί το κοινοβούλιο της Γερμανίας ώστε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του επανενωμένου έθν ους από τη Βόννη στο Βερολίνο.
Στα 70ά γενέθλιά του το 2012, η Μέρκελ χαρακτήρισε τον Σόιμπλε «αρχιτέκτονα της γερμανικής ενότητας, αρχιτέκτονα της κίνησης της κυβέρνησης και σήμερα αρχιτέκτονα μιας σταθερής ευρωζώνης».Η Μέρκελ είπε ότι ο βετεράνος υπουργός «ενσαρκώνει τη μακρόχρονη μνήμη της Δημοκρατίας ... χωρίς εσάς, η χώρα μας θα ήταν διαφορετική».
Από τις πρώτες ημέρες της κρίσης χρέους της Ευρώπης, ο Σόιμπλε πίεσε για αυστηρότερους κανόνες ώστε να διατηρηθούν υπό έλεγχο τα κρατικά ελλείμματα. Το Βερολίνο αρχικά αντιστάθηκε στη διάσωση της Ελλάδας και άλλων χρεωμένων χωρών και οι επικριτές του κατηγόρησαν ότι η απροθυμία της Γερμανίας να κινηθεί αύξησε το τίμημα.
Ως βασικός δανειστής, η Γερμανία, έβαλε τη σφραγίδα της στην προσπάθεια διάσωσης - επιμένοντας σε σκληρούς όρους, όπως περικοπές στον προϋπολογισμό, με αντάλλαγμα τη βοήθεια προς τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και διατηρώντας τις υπό πίεση να συμμορφωθούν. Το 2012, ο Σόιμπλε επέμεινε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες «βρίσκονται στο σωστό δρόμο - στη μείωση των ελλειμμάτων τους, στη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους και άρα της ανταγωνιστικότητάς τους».
«Αυτό είναι το αποφασιστικό και δεν μπορούμε να το χαρίσουμε σε καμία χώρα μέσω υποτιθέμενης γενναιοδωρίας ή αλληλεγγύης. Αυτό δεν είναι πείσμα - είναι κατανόηση ότι οι δημοκρατικές πλειοψηφίες λαμβάνουν δυσάρεστες αποφάσεις μόνο όταν δεν υπάρχει ευκολότερη εναλλακτική λύση», είχε υπογραμμίσει.
Υπήρξε αρκετά σκληρός απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση του 2015, καθώς ο τότε πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, είχε εκλεγεί με την υπόσχεση ακύρωσης των μνημονίων. Μάλιστα το 2025 είχε προτείνει η Ελλάδα να πάρει ένα 5ετές time out από την ευρωζώνη, ξεκαθαρίζοντας, πάντως, όπως άλλωστε και η Αγ. Μέρκελ ότι ένα Grexit δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, ούτε καν είχε τεθεί ως θέμα συζήτησης.
Υπό την πίεση στο εσωτερικό για μεταρρύθμιση του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο Σόιμπλε πίεσε για την επιβολή εισφοράς στις τράπεζες ώστε να διασφαλιστεί ότι θα πληρώσουν το κόστος μελλοντικών κρίσεων, καθώς και για έναν διεθνή φόρο επί των συναλλαγών.
Δέχτηκε επικρίσεις για μια απότομη και μονομερή γερμανική απαγόρευση ορισμένων κερδοσκοπικών πρακτικών συναλλαγών, η οποία αναστάτωσε τις αγορές, και δεν απολογήθηκε. «Αν θέλεις να αποξηράνεις έναν βάλτο, δεν ρωτάς απαραίτητα τα βατράχια, αν θέλεις μια αντικειμενική ετυμηγορία», ήταν η απάντησή του σε αυτές τις επιθέσεις.
Πιστώνεται το γεγονός ότι ως υπ. Οικονομικών πέτυχε την εξισορρόπηση του γερμανικού προϋπολογισμού, αν και δέχθηκε και γι’ αυτό επικρίσεις, καθώς ορισμένοι οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι η δημοσιονομική αυτοσυγκράτηση της Γερμανίας, εμπόδισε την ανάκαμψη της νομισματικής ένωσης στο σύνολό της.
Η πορεία του Β. Σόιμπλε
Ο Σόιμπλε γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1942 στο Φράιμπουργκ. Εργάστηκε ως φορολογικός υπάλληλος στο νοτιοδυτικό κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, πριν κερδίσει την εκλογή του στο δυτικογερμανικό κοινοβούλιο το 1972.
Εντάχθηκε για πρώτη φορά στο υπουργικό συμβούλιο της Δυτικής Γερμανίας το 1984, υπηρετώντας ως προσωπάρχης του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ για πέντε χρόνια πριν γίνει υπουργός Εσωτερικών. Σε αυτή τη θέση, ο Σόιμπλε ήταν βασικός διαπραγματευτής της Δυτικής Γερμανίας, καθώς η χώρα οδεύει προς την επανένωση με την κομμουνιστική Ανατολή μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989.
Βοήθησε στην προετοιμασία της συνθήκης που δημιούργησε το νομικό πλαίσιο για την ενοποίηση στις 3 Οκτωβρίου 1990. Εννέα ημέρες μετά την επανένωση, ο Σόιμπλε πυροβολήθηκε ενώ έκανε προεκλογική εκστρατεία για τις πρώτες εκλογές της ενωμένης χώρας στο Οπενάου, στη νοτιοδυτική Γερμανία. Ένας δράστης με ιστορικό ψυχικών προβλημάτων τον πυροβόλησε στη σπονδυλική στήλη με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος. Μια άλλη σφαίρα χτύπησε το πρόσωπό του και ο Σόιμπλε χρειάστηκε να υποβληθεί σε πλαστική χειρουργική επέμβαση.
Ο Σόιμπλε επέστρεψε γρήγορα στην πολιτική. Το 1991, απηύθυνε στο κοινοβούλιο μια παθιασμένη έκκληση να επιστρέψει η Γερμανία μετά την επανένωση στην παραδοσιακή της πρωτεύουσα, το Βερολίνο. «Η απόφαση για το Βερολίνο είναι μια απόφαση για να ξεπεραστεί η διαίρεση της Ευρώπης», είχε τονίσει, ενώ με οριακή πλειοψηφία τελικώς λήφθηκε αυτή η απόφαση.
Από το 1991 έως το 1998, ο Σόιμπλε διετέλεσε κοινοβουλευτικός ηγέτης της συντηρητικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης του Κολ. Έγινε τελικά αρχηγός του CDU αφού η 16ετής θητεία του Κολ ως καγκελάριος έληξε με εκλογική ήττα το 1998. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2000, αφού ενεπλάκη σε σκάνδαλο χρηματοδότησης του κόμματος, αντικαταστάθηκε από τη Μέρκελ.
Αργότερα ο Σόιμπλε προωθήθηκε ως υποψήφιος για την κυρίως εθιμοτυπική προεδρία της Γερμανίας, αλλά απορρίφθηκε καθώς η Μέρκελ επέλεξε τον πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Χορστ Κέλερ.
Επέστρεψε στο υπουργικό συμβούλιο όταν η Μέρκελ έγινε καγκελάριος το 2005 για τη δεύτερη θητεία του ως υπουργός Εσωτερικών. Τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν μια απροσδόκητη, αλλά ευρέως σεβαστή επιλογή ως υπουργός Οικονομικών.