Μαγνήτης διεθνών κεφαλαίων έχει γίνει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία να πρωταγωνιστούν. Ο τελικός του Champions League, είχε νικήτρια την Μαντσεστερ Σίτι που ανήκει στο επενδυτικό fund του Άμπου Ντάμπι, επί της Ίντερ που ανήκει στον κινεζικό όμιλο εμπορίου Sunning Holdings. Για πρώτη φορά ομάδα που ελέγχεται από ένα κρατικό fund κατάφερε να κατακτήσει την κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ήδη πολλές και σημαντικές ομάδες στην Ευρώπη βρίσκονται υπό αραβική ιδιοκτησία και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η είσοδος των Αράβων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει προκαλέσει την εκτόξευση των μισθών των ποδοσφαιριστών, καθώς όσοι δεν βρίσκουν τα χρήματα που επιθυμούν στην Ευρώπη, μπορούν πάντα να καταλήξουν για «τελευταία ένσημα» με πλουσιοπάροχες απολαβές στα πρωταθλήματα της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών του Κόλπου.
Το Κατάρ βρέθηκε στη δίνη της κριτικής, καθώς φέρεται να είχε επηρεάσει Ευρωπαίους βουλευτές για να στηρίξουν τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ωστόσο πολλά αραβικά κράτη επενδύουν δυναμικά πλέον στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σε μια προσπάθεια να εξωραϊστεί η εικόνα των απολυταρχικών κρατών στα μάτια των φιλάθλων παγκοσμίως.
Την ίδια στιγμή οργιάζουν οι φήμες πως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που ανήκει στους Αμερικανούς αδελφούς Γκλέιζερ, θα πουληθεί στον Σεΐχη του Κατάρ Τζασίμ μπιν Χαμάντ αλ-Θάνι, αντί 6,3 δισ. δολαρίων, σε μια κίνηση που προκάλεσε μέχρι και την αντίδραση της Διεθνούς Αμνηστίας, που ζητά από την Premier League να αυστηροποιήσει τους κανόνες για το ιδιοκτησιακό των ομάδων.
Παράλληλα πηγές από το Κατάρ αναφέρουν ότι η χώρα εξετάζει όλους τους συλλόγους της Premier League που είναι διαθέσιμοι για αγορά ή επένδυση. Οι κυβερνώντες γνωρίζουν πολύ καλά την ανάγκη διαφοροποίησης της οικονομίας του Κατάρ, δεδομένων των πεπερασμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου και ο τομέας του αθλητισμού αποτελεί τομέα μείζονος ενδιαφέροντος.
Ο αθλητισμός θεωρείται επίσης ως κάτι που βοηθά στην οικοδόμηση ισχύος και στη δημιουργία συμμαχιών και ενώσεων με μεγαλύτερα, ισχυρότερα έθνη σε όλο τον κόσμο, ώστε να βοηθηθεί η χώρα να αμυνθεί από μελλοντικές διπλωματικές κρίσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πενταετής αποκλεισμός του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία έληξε μόλις το 2021.
Ο κίνδυνος του sportwashing
Ο όρος sportwashing που επινοήθηκε για πρώτη φορά το 2015, αναφέρεται στη χρήση του διεθνούς αθλητισμού από ένα κράτος για να εξωραΐσει τη δημόσια εικόνα του. Τα κράτη αυτά συνήθως φέρουν βεβαρημένο μητρώο που βλάπτει την εικόνα τους και εμποδίζει τα συμφέροντά τους, οπότε επενδύουν στον αθλητισμό για να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από τα σφάλματά τους, με στόχο να χρησιμεύσει ως εργαλείο χειραγώγησης των πληροφοριών.
Οι αθλητικές επενδύσεις είναι ελκυστικές για τα κράτη, επειδή συνοδεύονται από κέρδη. Ορισμένα από αυτά - αναμφισβήτητα τα πιο σημαντικά - είναι οικονομικά, παρά το ευμετάβλητο που επιβάλλουν οι διοργανώσεις, όπως ο υποβιβασμός μιας ομάδας, ή οι μισθοί των παικτών που κάθε χρόνο εκτοξεύονται.
Το Κατάρ δεν είναι το πρώτο κράτος που έχει κατηγορηθεί για sportwashing. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 της φασιστικής Ιταλίας, οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 της ναζιστικής Γερμανίας και οι πρόσφατοι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες της κομμουνιστικής Κίνας αποτελούν παρόμοιες περιπτώσεις.
Η ιστορική απόφαση της FIFA να αναθέσει στο Κατάρ το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 πριν από 13 χρόνια προκάλεσε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκαν πολλά σκάνδαλα στην παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
Μια εβδομάδα μετά την εξασφάλιση του τουρνουά, το μη κερδοσκοπικό αναπτυξιακό ίδρυμα της Ντόχα, το Qatar Foundation (QF), έκλεισε συμφωνία 220 εκατ. δολαρίων με την FC Barcelona για να χρηματοδοτήσει τις εμφανίσεις του ισπανικού συλλόγου.
Έξι μήνες αργότερα, ένας βραχίονας του κρατικού επενδυτικού ταμείου του Κατάρ, η Qatar Investment Authority (QSI), πλήρωσε 58 εκατ. δολάρια για να εξαγοράσει τη γαλλική ομάδα Παρί Σεν Ζερμέν, όπου έχουν επενδυθεί εκατοντάδες εκατομμύρια για να έρθουν στο Παρίσι παίκτες όπως ο Μέσι, ο Νειμάρ, ο Μπαπε. Και μόλις δύο μήνες μετά από αυτό, ο όμιλος μέσων ενημέρωσης του κράτους, Al Jazeera, έδωσε 130 εκατ. δολάρια για τα δικαιώματα μετάδοσης των αγώνων της κορυφαίας κατηγορίας Ligue 1 στα γαλλικά νοικοκυριά.
Στην Ευρώπη, η PSG, η Μάντσεστερ Σίτι και η Νιούκαστλ αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εισόδου των αραβικών χωρών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ανατρέποντας τις ισορροπίες αλλά και την ισονομία. Ήδη τα τελευταία χρόνια είναι ορατή η περιφρόνηση της Μάντσεστερ Σιτι στο Financial Fair Play, καθώς δεν δείχνει τη διάθεση να περιορίσει τους πακτωλούς χρημάτων που ξοδεύει, εξοντώνοντας ουσιαστικά κάθε ανταγωνισμό. Ο ίδιος κίνδυνος φαίνεται πως αναδύεται και για τη Νιουκάστλ, αν και μέχρι στιγμής το σαουδαραβικό fund κινείται μετριοπαθώς.
Τώρα είναι η σειρά της Σαουδικής Αραβίας όπου το Saudi Vision 2030, είναι το στολίδι στο στέμμα της επανάστασης εκσυγχρονισμού του πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Θέλει να διασφαλίσει το μέλλον της χώρας ως σημαντικού παίκτη στην παγκόσμια σκηνή, και να τη μετατρέψει σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τους επισκέπτες από τη Δύση. Σε αυτό το πλαίσιο διεκδικεί και το Μουντιάλ του 2030 όπου φημολογείται ότι θα καταθέσει συνυποψηφιότητα μαζί με Ελλάδα και Αίγυπτο, ενώ επενδύονται δισεκατομμύρια για να προσελκύσει σπουδαίους παίκτες από την Ευρώπη στο πρωτάθλημα της χώρας.
Στα χέρια fund και ξένων επενδυτών περνάει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο
Πολλά έχουν αλλάξει από το 2005 όταν οι αδερφοί Γκλέιζερ έμπαιναν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε μια συμφωνία που τους είχε στοιχίσει περίπου 1 δισ. δολάρια. Τότε οι ξένοι επενδυτές στις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες αποτελούσαν την ισχνή μειοψηφία. Από τη Μίλαν έως τη Νιούκαστλ, μερικοί από τους πιο γνωστούς συλλόγους της ηπείρου έχουν αλλάξει χέρια τα τελευταία χρόνια με ιστορικές ηγεσίες όπως εκείνη του Μπερλουσκόνι από την ομάδα του Μιλάνου.
Πλέον από τις 98 ομάδες στα 5 κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης (Premier League, Serie A, La Liga, Bundesliga και Ligue 1), οι 12 βρίσκονται στα χέρια αραβικών και αμερικανικών fund, αλλάζοντας τελείως τη δυναμική του δημοφιλέστερου αθλήματος στον πλανήτη. Μόνο οι γερμανικές ομάδες αντιστέκονται, καθώς εκεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς έχει πολλούς περιορισμούς και ανήκουν σε εταιρείες λαϊκής βάσης.
Ειδικότερα, την σαιζόν 2004-2005 από τις 98 ομάδες στις κορυφαίες κατηγορίες των top 5 ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, οι 63 άνηκαν σε ένα μεγαλομέτοχο, 21 σε εταιρείες λαϊκής βάσης, 5 σε επιχειρήσεις και 9 σε διάφορους μετόχους. Στη σαιζόν 2022-2023 που μόλις τελείωσε, οι ομάδες που ανήκουν σε έναν μεγαλοιδιοκτήτη έχουν περιοριστεί στις 55, ενώ 12 ομάδες ανήκουν σε ιδιωτικές επενδυτικές εταιρείες, 5 σε κρατικά fund, 16 είναι οι ομάδες που στηρίζονται σε λαϊκή βάση, 5 ανήκουν σε επιχειρήσεις και 5 σε διάφορους μετόχους.
Ανάμεσα στους ξένους επενδυτές, η Qatar’s Sports Investment έχει την Παρί Σεν Ζερμέν. Μια κοινοπραξία υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας αγόρασε τον Οκτώβριο του 2021 τη Νιούκαστλ αντί 415 εκατ. δολαρίων. Το 2008, ο σεΐχης Μανσούρ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων αγόρασε την Μάντσεστερ Σιτι, κατακτώντας μέχρι σήμερα 18 τρόπαια, μεταξύ αυτών και το βαρύτιμο Champions League.
Η ιστορική Σέφιλντ Γιουνάιτεντ ανήκει στον πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας Abdullah bin Mosaad bin Abdul Aziz Al Saud, ο οποίος ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο το 2019 μετά την αγορά του 50% του συλλόγου το 2013, ενώ η Άστον Βίλα ανήκει στον δισεκατομμυριούχο Αιγύπτιο επιχειρηματία Nassef Sawiris, που αντικατέστησε τον Tony Xia αγοράζοντας το 55% του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών το 2018.
Πολλοί από τους νέους ιδιοκτήτες που εμφανίστηκαν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τις ομάδες ως διπλωματικά εργαλεία στις σχέσεις τους με άλλες χώρες. Άλλοι πίστευαν πως είχαν βρει την «χήνα με τα χρυσά αυγά», βλέποντας τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται. Υπάρχουν και αυτοί που είδαν συλλόγους με σημαντική δυναμική να βουλιάζουν στα χρέη και θέλησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.
Πλέον όλο και περισσότεροι είναι οι ξένοι επενδυτές που έχουν μπει στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο καθώς έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού των κερδών που αποφέρει. Επενδυτικά fund, family offices και κρατικά ταμεία μπαίνουν σε ιστορικούς συλλόγους, με τις ΗΠΑ να έχουν την μερίδα του λέοντος, ωστόσο τα αραβικά κεφάλαια μπαίνουν όλο και πιο δυναμικά στα κορυφαία πρωταθλήματα προκαλώντας τις αντιδράσεις των «ρομαντικών» που κάνουν λόγο για sportwashing και καταστροφή του υγιούς ανταγωνισμού.
Τόσο το Αμπού Ντάμπι όσο και η Σαουδική Αραβία διαθέτουν πλέον σημαντικούς συλλόγους και φαίνεται ότι θα γίνουν ένας από τους σημαντικότερους επενδυτές ακινήτων πρώτα στο Μάντσεστερ και στη συνέχεια στο Νιούκαστλ όπου έχουν παρουσία μέσω των ομάδων. Το Κατάρ έχει επίσης μετατρέψει την Παρί Σεν Ζερμέν σε ένα πολυτελές περιουσιακό στοιχείο, ενώ το χάσμα μεταξύ των ομάδων μεγαλώνει.