Μία σειρά από τυχαία γεγονότα και συγκυριακές συμπτώσεις προϊδεάζουν για πιθανές ελλείψεις στην παραγωγή σαμπάνιας την επόμενη διετία, προειδοποιούν εκπρόσωποι της αγοράς, προκαλώντας ανησυχία στους λάτρεις του εκλεκτού ποτού. Οι έντονες διακυμάνσεις εκτός του συνηθισμένου στην ζήτηση για σαμπάνια την προηγούμενη διετία, σε συνδυασμό με μία πιο φτωχή σοδειά το 2021, εξαιτίας ακραίων καιρικών συνθηκών τόσο στην Γαλλία, χώρα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης, όσο όμως και σε άλλες περιοχές που παράγουν αφρώδες οίνους, όπως η Καλιφόρνια, συνθέτουν ένα πιεστικό περιβάλλον για τους παραγωγούς ενός τόσο απαιτητικού -από πλευράς ωρίμασης- ποτού.
Το πρόβλημα ξεκίνησε με το ξέσπασμα της πανδημίας: προκειμένου να αποφευχθεί πιθανή υπερπροσφορά του προϊόντος που θα έμενε στα αζήτητα και θα συμπίεζε τις τιμές, οι Γάλλοι παραγωγοί αποφάσισαν από κοινού να περιορίσουν την παραγωγή κατά 20% το 2020. Τα δεδομένα ωστόσο διέψευσαν τις προσδοκίες, καθώς όπως όλοι πλέον γνωρίζουμε, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών στην διάρκεια των περιορισμών του πρώτου κύματος της πανδημίας εκτοξεύτηκε. Εκτιμάται δε ότι η κατανάλωση σαμπάνιας και κρασιού διεθνώς αυξήθηκε κατά 64% μεταξύ 2020 και 2021, με τις πωλήσεις να αυξάνονται περαιτέρω την χρονιά που πέρασε. Ειδικά σε ό,τι αφορά την σαμπάνια, οι Γάλλοι παραγωγοί εξήγαγαν 326 εκατομμύρια φιάλες σε όλο τον κόσμο το 2022, ποσό αυξημένο κατά 1,6% συγκριτικά με το 2021, καθώς το εκλεκτό ποτό έγινε μέρος της καθημερινότητας ολοένα και περισσότερων καταναλωτών.
Όπως σημειώνουν αναλυτές της αγοράς, η πανδημία και οι περιορισμοί που αυτή συνεπάγετο αποτέλεσαν την αφορμή για μία θεμελιώδη αλλαγή στη νοοτροπία των καταναλωτών, την ενσωμάτωση στιγμών απόλαυσης και πολυτέλειας στην καθημερινότητα περισσότερων ανθρώπων, εν μέσω ενός πιεστικού παρόντος κι εν όψει ενός εξίσου αβέβαιου μέλλοντος. Σε πρόσφατη συνέντευξη της μάλιστα, η Vitalie Taittinger, πρόεδρος του ομώνυμου οίκου σαμπάνιας, ανέφερε ότι αν και υπήρξε επιβράδυνση της κατανάλωσης έως και 30% στην αρχή της πανδημίας, το 2021 η εταιρεία επανήλθε στις πωλήσεις του 2019, ενισχυμένες επιπλέον 30%, κι η τάση αυτή συνεχίστηκε και το 2022.
Κάπως έτσι η σαμπάνια, που μέχρι πρότινος ήταν συνώνυμο του εορτασμού κάποιας ιδιαίτερης περίστασης στις ζωές των ανθρώπων, έγινε πιο συχνή επιλογή για μεγαλύτερη μερίδα καταναλωτών, διευρύνοντας την πελατειακή της βάση. Έγινε για πολλούς επιλογή στην αρχή ή στο τέλος ενός γεύματος, έναντι ενός κοκτέιλ, ή ενός απεριτίφ, με δεδομένο μάλιστα ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ένα ποτήρι σαμπάνιας μπορεί να είναι φθηνότερο από ένα signature κοκτέιλ. Το πρόβλημα προέκυψε ωστόσο εξαιτίας αφενός του τεχνητού περιορισμού της παραγωγής το 2020, κι αφετέρου λόγω της μικρότερης του αναμενομένου σοδειάς το 2021. Με δεδομένο δε ότι αυτός ο τύπος οίνων απαιτεί πολυετή ωρίμανση, οι παραγωγοί φοβούνται τώρα ότι, αν η κατανάλωση εξακολουθήσει να αυξάνεται διεθνώς, θα υπάρξουν ελλείψεις στην αγορά την επόμενη διετία, κυρίως δε το 2024.
Κι αυτό παρά το ότι το 2022 ήταν μία πολύ καλή χρονιά για τους παραγωγούς σαμπάνιας, γεγονός που συνεπάγεται όμως ότι θα απαιτηθούν τουλάχιστον δύο χρόνια ωρίμανσης, προτού οι φιάλες αυτές βγουν στην αγορά, ήτοι το 2025.. Ήδη αρκετοί Γάλλοι παραγωγοί περιορίζουν φέτος τον αριθμό των φιαλών που διαθέτουν στην αγορά, προκειμένου να μην υπάρξουν ελλείψεις άμεσα, και παράλληλα στρέφονται στην παραγωγή και διάθεση ενισχυμένων αφρωδων οινών, όπως είναι τα Ratafia Champenois, τα οποία δεν απαιτούν τις χρονοβόρες συνθήκες και προϋποθέσεις παραγωγής της σαμπάνιας, διαθέτοντας σαν βάση κυρίως brandy προερχόμενο από σαμπάνια.
Σύμφωνα με άλλους αναλυτές πάντως, ελλείψεις σαμπάνιας δεν θα δούμε στο άμεσο μέλλον, με δεδομένο το υψηλό επίπεδο αποθεμάτων που ελέγχουν συνολικά οι παραγωγοί διεθνώς, το οποίο υπολογίζεται ότι άγγιζε τις 1,5 δισ. φιάλες στο τέλος του 2022. Υπό την προϋπόθεση ότι οι καταναλωτές δεν θα σπεύσουν να «στοκάρουν» φιάλες, οι μικρές στιγμές πολυτέλειας μπορούν να εξακολουθήσουν να αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας…