Το πολιτικό μενού στην φετινή ΔΕΘ δεν ήταν πλούσιο σε εξαγγελίες παροχών, αλλά οι Έλληνες πολίτες είδαν τον πρόσφατα εκλεγμένο πρωθυπουργό να επιβεβαιώνει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για μια σημαντική μείωση των φορολογικών βαρών, που έχουν σωρευθεί ύστερα από σχεδόν δέκα χρόνια σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό δεν είναι ασήμαντο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μια χώρα, όπου έχει γίνει έθιμο να υπόσχονται οι πολιτικοί τα πάντα σε όλους και να ξεχνούν τις υποσχέσεις τους όταν καταλαμβάνουν την εξουσία.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι εκτός σοβαρού απροόπτου (π.χ. μια νέα διεθνής κρίση) μπαίνουμε οριστικά στην πορεία της μείωσης των φορολογικών βαρών που επιβλήθηκαν σε πολίτες και επιχειρήσεις για να ξεπεράσουμε τη μεγαλύτερη, μεταπολεμική, οικονομικής κρίση. Είναι, όμως, αυτό αρκετό για να βρει η οικονομία τη σπίθα που χρειάζεται, ώστε να επιταχυνθεί ουσιαστικά η οικονομική ανάκαμψη;
Θα είναι μεγάλο σφάλμα αν η σημερινή κυβέρνηση πιστέψει ότι η μείωση των φόρων είναι μια αναπτυξιακή πανάκεια. Η μείωση των φόρων είναι μεν μια αναγκαία προϋπόθεση για να επιταχυνθεί και να διευρυνθεί η οικονομική δραστηριότητα, αλλά χρειάζονται πολλά περισσότερα για να φθάσουμε σε μια βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από το παρελθόν.
Η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί στο διεθνή ανταγωνισμό για την προσέλκυση επενδύσεων με ένα μοντέλο επενδυτικού προορισμού με χαμηλή φορολογική επιβάρυνση. Όταν το δημόσιο χρέος της χώρας φθάνει το 180% του ΑΕΠ είναι πρακτικά αδύνατο, όσο και αν το θέλουμε, να προσελκύσουμε επενδυτές με «κράχτη» ένα συντελεστή φορολόγησης εταιρικών κερδών 16% ή με ένα ενιαίο (flat) συντελεστή φόρου εισοδήματος 10%, όπως κάνει η γειτονική μας Ρουμανία, που έχει την πολυτέλεια να κρατά χαμηλά τους φόρους, αφού το δημόσιο χρέος είναι μόλις 35% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα έχει άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να προσελκύσει επενδύσεις, όχι την φορολογία. Μας αρέσει ή όχι, με το βάρος χρέος που έχει το ελληνικό κράτος να εξυπηρετήσει τις επόμενες δεκαετίες, θαύματα στη μείωση των φόρων δεν μπορούν να γίνουν, τουλάχιστον με τρόπο που θα ήταν συμβατός με τις απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας από το κράτος (πόσοι θα δέχονταν, για παράδειγμα, να απολυθούν 100.000 δημόσιοι υπάλληλοι για να πέσει πέντε μονάδες χαμηλότερα ο συντελεστής του ΦΠΑ;).
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν θα πρέπει να περιμένει ότι μόνο με τις μειώσεις των φόρων θα φέρει την επενδυτική κινητοποίηση που χρειάζεται η χώρα. Για να φθάσουμε σε αυτή την κινητοποίηση, η κυβέρνηση χρειάζεται να κάνει πολλή δουλειά, γνήσια μεταρρυθμιστική, στο πεδίο της καλής λειτουργίας των θεσμών, του κρατικού μηχανισμού και των αγορών. Αυτό το έργο υποτίθεται ότι έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί στη διάρκεια των μνημονίων, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε έμεινε ημιτελές, όχι μόνο επειδή δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν οι κυβερνώντες, αλλά επειδή υπήρξαν ισχυρές αντιστάσεις κατεστημένων συμφερόντων.
Η μείωση των φόρων, λοιπόν, πρέπει να προχωρήσει. Αλλά το παιχνίδι της ανάπτυξης δεν θα κερδηθεί σε αυτό το γήπεδο. Η κυβέρνηση δείχνει ότι το αντιλαμβάνεται, αλλά έχει μπροστά της ένα δύσβατο δρόμο, τον οποίο όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αποτύχει ως τώρα να διαβούν.