Τις αιτίες για τις οποίες τα ελληνικά ομόλογα αντιμετωπίζονται από τους επενδυτές με την ίδια ακριβώς «διάθεση» όπως αυτά άλλων περιφερειακών χωρών που απολαμβάνουν την επενδυτική βαθμίδα, όπως η Ισπανία, εξετάζει το Reuters.
Σε ανάλυσή του το πρακτορείο τονίζει ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών, ενώ η πολιτική σταθερότητα αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα – κλειδί για την εμπιστοσύνη που της δείχνουν οι επενδυτές.
Αναφέρει ότι το το ασφάλιστρο που ζητούν οι επενδυτές για να κατέχουν ελληνικό χρέος αντί για εκείνο των περιφερειακών χωρών πρώτης κατηγορίας, όπως η Ισπανία, μειώνεται και θα μπορούσε ακόμη και να εξαφανιστεί εντελώς, καθώς το προφίλ του χρέους της έχει βελτιωθεί και η οικονομία της απολαμβάνει τη στήριξη των ευρωπαϊκών κεφαλαίων για τα επόμενα χρόνια.
Στο τέλος της κρίσης, ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας ήταν εντελώς υποδανεισμένος, με έναν από τους χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις μεταξύ των προηγμένων οικονομιών και ένα βαθύ επενδυτικό κενό σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, ανέφερε πρόσφατα η Bank of America. Επιπλέον, σχεδόν το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, με σταθμισμένη μέση διάρκεια κοντά στα 20 χρόνια και σταθερό κόστος εξυπηρέτησης.
«Όλοι αυτοί οι παράγοντες δικαιολογούν ένα στενότερο περιθώριο ή καθόλου περιθώριο (έναντι της Ισπανίας)», δήλωσε ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, κορυφαίος αναλυτής της BofA και προσέθεσε ότι «η ελληνική αγορά (ομολόγων) δεν είναι τόσο ρευστή και τείνει να είναι πιο ευμετάβλητη, αλλά έχουμε πολλά καλά νέα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι τιμές είναι πλασματικές».
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη σε ευμετάβλητους τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία, αλλά είναι λιγότερο ευαίσθητη στους αντίθετους ανέμους της μεταποίησης. Η πολιτική σταθερότητα είναι επίσης ζωτικής σημασίας. Σύμφωνα με ένα νέο εκλογικό σύστημα, ο νικητής της ψηφοφορίας της 25ης Ιουνίου μπορεί να λάβει μπόνους έδρες, οπότε αν η Νέα Δημοκρατία με επικεφαλής τον συντηρητικό ηγέτη της Ελλάδας Κυριάκο Μητσοτάκη επαναλάβει σε γενικές γραμμές τις επιδόσεις της τον Μάιο, είναι πιθανό να εξασφαλίσει μια σαφή πλειοψηφία.
Το ασφάλιστρο, ή spread, των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων έναντι εκείνων της Ισπανίας υποχώρησε πρόσφατα στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008, περίπου στις 27 μονάδες βάσης . Σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη, μόνο η Πορτογαλία και η Ισπανία διαπραγματεύονται με μικρότερο premium από την Ελλάδα σε σχέση με τη Γερμανία - το σημείο αναφοράς της ευρωζώνης.
Οι αναλυτές πιστεύουν ότι τα spreads των περιφερειακών χωρών θα μπορούσαν γενικά να διευρυνθούν, καθώς οι τιμές των εν λόγω ομολόγων έχουν αυξηθεί πρόσφατα. Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την Ελλάδα εξακολουθούν να είναι θετικές.
Η Goldman Sachs αναμένει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως και θα πέσει κάτω από τον αντίστοιχο της Ιταλίας το 2026, καθώς προβλέπει ένα μικρό πλεόνασμα του ελληνικού πρωτογενούς ισοζυγίου σε συνδυασμό με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Εκτιμά ότι ακόμη και στο χειρότερο σενάριο της, το οποίο περιλαμβάνει μια οικονομική συρρίκνωση κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα ή μια διεύρυνση κατά 100 μονάδες βάσης στο spread των αποδόσεων έναντι της Γερμανίας δεν θα εκτρέψει την Ελλάδα από την πορεία της όσον αφορά τη μείωση του λόγου χρέους.
Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 160%, ενώ ο δείκτης της Ιταλίας προβλέπεται στο 142%, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις.
«Ο συνδυασμός της χαμηλής ευαισθησίας στα επιτόκια, χάρη στα προγράμματα οικονομικής βοήθειας που εξακολουθούν να ισχύουν, και η επενδυτική ώθηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (περίπου 3% του ΑΕΠ ετησίως) παρέχουν πρωτοφανή στήριξη στην ελληνική οικονομία», εκτιμά σε έκθεσή της η Goldman Sachs. Η διαφορά μεταξύ των spreads της Ιταλίας και της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας μηδενίστηκε τον Νοέμβριο του 2019, αλλά διευρύνθηκε σημαντικά μετά τις εκλογές του Μαΐου στην Ελλάδα.
«Το κλειδί για το γιατί το spread των ελληνικών αποδόσεων είναι χαμηλότερο από εκείνο της Ιταλίας είναι ότι η Ελλάδα ουσιαστικά δεν έχει ανάγκη αναχρηματοδότησης τα επόμενα 10 χρόνια λόγω των μέτρων που ελήφθησαν πριν από 10 χρόνια κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους», τονίζει η Danske Bank.