Κέρδη που ξεπερνούν το 10% κρατάει το ελληνικό χρηματιστήριο από την αρχή της χρονιάς, παρότι δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τη διεθνή αναταραχή στις αγορές και από δυσμενείς εσωτερικούς παράγοντες, με κυριότερο την επαναφορά των πολιτικών κινδύνων μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Η αγορά, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, θα «παίξει άμυνα» το επόμενο διάστημα, με κύριο στόχο να αποφύγει μια διολίσθηση κάτω από τις 1.000 μονάδες, και έχοντας μια πολύ ισχυρή βάση στα θεμελιώδη στοιχεία, καθώς από τις μέχρι στιγμής δημοσιεύσεις αποτελεσμάτων από 24 εισηγμένες προκύπτει ότι η κερδοφορία ξεπέρασε τα 8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 4,2 δισ. προήλθαν από τις τράπεζες. Συνολικά, εκτιμάται ότι τα κέρδη των εισηγμένων θα ξεπεράσουν τα 10 δισ. και οι διανομές στους μετόχους θα ανέλθουν σε 2,6 δισ.
Μολονότι οι εγχώριες τραπεζικές μετοχές δεν επηρεάζονται άμεσα από τη διεθνή τραπεζική αναταραχή λόγω των αυξημένων επιτοκίων (αντίθετα, η αύξηση επιτοκίων ενισχύει την κερδοφορία τους) και θεωρούνται επαρκώς θωρακισμένες, καθώς βρίσκονται στην καλύτερη οικονομική κατάσταση των τελευταίων 15 ετών, εντούτοις το τραπεζοκεντρικό Χ.Α. δεν μπορεί να κινηθεί κόντρα στο διεθνές κλίμα, έχοντας αυξήσει τη συσχέτισή του με τις ξένες αγορές με τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων που καταγράφηκαν κυρίως κατά το πρώτο δίμηνο.
Οι κραδασμοί στο τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης, με την κατάρρευση της Credit Suisse και τη χθεσινή επίθεση των αγορών στην Deutsche Bank δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο το ελληνικό χρηματιστήριο, την ώρα μάλιστα που έχει χάσει δύο πολύ σημαντικό ατού, τα οποία είχαν επιτρέψει τη μεγάλη άνοδο από την αρχή του έτους. Ο λόγος για την απώλεια της… στρωτής προεκλογικής περιόδου, που είχε απομακρύνει τον πολιτικό κίνδυνο από τον ορίζοντα της αγοράς, αλλά και για την απομάκρυνση του ενδεχόμενου άμεσης αναβάθμισης στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που είχε προεξοφλήσει η αγορά πολύ έντονα ειδικά το Φεβρουάριο, όταν και είχε φτάσει έως τις 1.140 μονάδες, εν μέσω «πάρτι» στους τζίρους και τις εισροές και με αποδόσεις που έφταναν έως το +67% στις τράπεζες.
Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήρθε να ανακόψει το πολιτικοοικονομικό και επενδυτικό momentum που είχε κυριαρχήσει στην αγορά όλους τους προηγούμενους μήνες, αλλάζοντας τους χρόνους της προεκλογικής περιόδου, αλλά και τους συσχετισμούς. Πλέον, άπλωσε αρκετά η προεκλογική περίοδος, ενώ θόλωσε πολύ και η προεξόφληση της δημιουργίας βιώσιμης κυβέρνησης ως αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας, οπότε η αγορά τώρα βλέπει τρεις με τέσσερις μήνες αβεβαιότητας, χωρίς και πάλι να μπορεί να προεξοφληθεί κάποια κυβερνητική λύση.
Ασφαλώς πρόκειται για ένα καινούριο στοίχημα για την αγορά, το οποίο δεν έχει κριθεί ακόμη και αυτός είναι ο λόγος που οι επενδυτές επέλεξαν την άμυνα και τη συντήρηση την εβδομάδα που πέρασε, ειδικά μετά την Τρίτη, όταν και σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο πρωθυπουργός όρισε τον Μάιο ως μήνα εκλογών.
Όγκοι, τζίροι και πρωτοβουλίες μειώθηκαν κατακόρυφα, η διάθεση για ρίσκο περιορίστηκε, οπότε σε κάθε δυσμενή εξέλιξη στο εξωτερικό μέτωπο, όπως έγινε την Παρασκευή με την κορυφαία γερμανική τράπεζα, οι επενδυτές εύλογα επέλεξαν να κατοχυρώσουν τις (έτσι κι αλλιώς πολύ κερδισμένες) θέσεις τους.
Πλέον, στην περιοχή των 1.020 μονάδων, ασφαλώς κυρίαρχο ζητούμενο δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διακράτηση της ζώνης ψυχολογίας των 1.000 μονάδων, που είναι και το όριο που λειτουργεί σαν… βιτρίνα για το Χ.Α., καθώς σηματοδοτεί τα υψηλά 8ετίας και το «σβήσιμο» της περιπέτειας όλων των προηγούμενων ετών, με τις ακροβασίες για το Grexit, το δημοψήφισμα, τα capital controls, τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και το κλείσιμο τραπεζών και χρηματιστηρίου για κάποιες εβδομάδες.
Πάντως ένα στοιχείο που αξίζει επισήμανσης είναι η… υπεραπόδοση στην πτώση και την ανησυχία από την πλευρά του ελληνικού χρηματιστηρίου χθες, σε μια ημέρα που αντιθέτως με το… ντόρο που έγιναν, οι ευρωπαϊκές αγορές δεν… ισοπεδώθηκαν, ενώ η Wall Street έκλεισε ανοδικά.
Μολονότι λοιπόν το Χ.Α. δεν έχει αντίστοιχα προβλήματα με τις Credit Suisse και Deutsche Bank, εντούτοις πιέστηκε σημαντικά, με το Γ.Δ. να κλείνει χθες τις 1.021,16 μονάδες με απώλειες 2,97% και πολύ κοντά στο χαμηλό ημέρας. Ο FTSE 25 ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση στις 2.464,63 μονάδες με πτώση 3,44%, ο Mid Cap έκλεισε στις 1.514,21 μονάδες με απώλειες 1,96%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης κατέγραψε συντριπτικές απώλειες 5,78% με κλείσιμο στις 736,22 μονάδες.
Σε εβδομαδιαίο επίπεδο ο Γ.Δ. έκλεισε με οριακή άνοδο 0,10%, ο FTSE 25 υποχώρησε κατά 0,53%, ο Mid Cap είχε άνοδο 3,31%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε με οριακή άνοδο 0,02%. Η αξία συναλλαγών την Παρασκευή διαμορφώθηκε στα 94,1 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας ενίσχυση έναντι των προηγούμενων δύο συνεδριάσεων, όμως έμεινε μακριά από τους μέσους όρους του 2023. Οι μέσες συναλλαγές το πενθήμερο διαμορφώθηκαν στα 91,8 εκατ. ευρώ υποχωρώντας κατά 41,2% έναντι της αμέσως προηγούμενης εβδομάδας, ενώ ο μέσος τζίρος του 2023 διαμορφώνεται πλέον στα 115 εκατ. ευρώ.
Beta AXE: Καλά αποτελέσματα, κίνδυνος απώλειας των 1.000 μονάδων
Ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή ΑΧΕΠΕΥ Μάνος Χατζηδάκης στην εβδομαδιαία έκθεσή του σημειώνει πως «η FED μπορεί να μην τρόμαξε τις αγορές με τα επιτόκια ωστόσο η τραπεζική κρίση δείχνει να έχει διάρκεια και να αγγίζει συστημικά μεγέθη και άλλων Ευρωπαϊκών Τραπεζών, που κάθε άλλο παρά εύκολα διαχειρίσιμα μπορούν να θεωρηθούν.
Οι αγορές ήδη τιμολογούν υψηλότερες ανταμοιβές κινδύνου στο κόστος χρηματοδότησης των ομολόγων και αυτό δημιουργεί ανησυχίες για την δυνατότητα αναχρηματοδότησης σε λογικά επίπεδα με ότι αυτό συνεπάγεται για την ευστάθεια του συστήματος αλλά και το ρίσκο των αντισυμβαλλόμενων.
Έχοντας τιμολογήσει το μεγαλύτερο μέρος των αποτελεσμάτων των εταιρειών που παρακολουθούν οι ξένοι θεσμικοί, η μόνη περίπτωση να υπάρξει κάποιου είδους αυτονόμηση θα αφορά την ανακοίνωση κάποιας επιχειρηματικής συμφωνίας που θα αλλάξει τα δεδομένα, αν και η υπομονή της αγοράς έχει δοκιμαστεί αρκετά από την διάρκεια της φημολογίας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Παρά την έντονη υποχώρηση των αποτιμήσεων θα πρέπει να επισημανθεί η ως τώρα εξαιρετική εικόνα των αποτελεσμάτων των εισηγμένων εταιρειών καθώς και η θετική προοπτική που επικοινωνούν για την συνέχεια. Αν και μόλις 24 εταιρείες έχουν ανακοινώσει μεγέθη 2022 η καθαρή κερδοφορία βρίσκεται ήδη πάνω από τα 8 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 4,2 δισ. ευρώ αφορούν τραπεζικές επιδόσεις.
Στις μη χρηματοοικονομικές εταιρίες ο τζίρος εμφανίζει αύξηση 48,6% στα 64,4 δισ. ευρώ με πληθωρική παρουσία των ενεργειακών εταιριών ενώ τα λειτουργικά κέρδη είναι αυξημένα κατά 57% στα 3,87 δισ. ευρώ. Τα δεδομένα πλέον δείχνουν ότι πάμε σε μια χρήση ρεκόρ καθώς οι εισηγμένες θα ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ καθαρών κερδών στο σύνολο ενώ τα μερίσματα προς διανομή και οι επιστροφές κεφαλαίου θα προσεγγίσουν τα 2,6 δισ. ευρώ.
Η κερδοφορία μπορεί επί του παρόντος να επισκιάζεται από την κατάσταση που επικρατεί διεθνώς, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα ανάχωμα στις αποτιμήσεις και να λειτουργήσει υποστηρικτικά στην ταχύτητα της ανάκαμψης της αγοράς όταν οι συνθήκες ομαλοποιηθούν».
Αναφορικά με τα τεχνικά δεδομένα, ο αναλυτής τονίζει πως «Ο Γ.Δ. αφού δοκίμασε χαμηλά τεσσάρων εβδομάδων σε μια γρήγορη βύθιση ως τις 998 μονάδες, δοκίμασε με επιτυχία να αντιδράσει ως τις 1.060 μονάδες. Η περιοχή αυτή δεν είναι αδιάφορη αφού σηματοδοτεί το 38,2% διόρθωσης της ανόδου μεταξύ 917 – 1.140 μονάδων.
Ωστόσο η άνοδος φάνηκε να χάνει σε δυναμική από πλευράς τζίρου καθώς στην συνεδρίαση της Πέμπτης παρά το ανοδικό κλείσιμο στο υψηλό ημέρας οι συναλλαγές υποχώρησαν αισθητά στα 66 εκατ. ευρώ, το χαμηλότερο επίπεδο συναλλαγών στο Χ.Α. από τις 5 Ιανουαρίου.
Η πλαγιοανοδική στήριξη επανήλθε σε ισχύ μέχρι την Παρασκευή όταν το σκηνικό φορτίστηκε με νέα αύξηση της προσφοράς. Οι ταλαντωτές δεν έχουν μπει ακόμα σε υπερπωλημένες ζώνες τιμών, ωστόσο καταγράφεται αποφόρτιση των εβδομαδιαίων και μηνιαίων διαγραμμάτων.
Οι πωλητές αν και βρίσκουν απέναντι τους αξιόλογες δυνάμεις (βλ. τζίρο), σε κομβικά σημεία της τάσης έχουν κερδίσει μετά τις 2 Μαρτίου όλες τις μάχες και φαίνεται ότι θα επιχειρήσουν να ωθήσουν την αγορά προς ένα νέο χαμηλό κάτω από τις 1.000 μονάδες, το οποίο είναι και το σενάριο με τις περισσότερες πιθανότητες για τις επόμενες ημέρες».