Ένα άκρως αντίξοο περιβάλλον για τους ανά τον κόσμο επενδυτές σε μετοχές και ομόλογα διαμορφώνει ο εξαιρετικά υψηλός πληθωρισμός στις ΗΠΑ, που ωθεί τη Fed σε μια πολιτική επιτοκίων εξαιρετικά αυστηρή, η οποία, με τη σειρά της, διαταράσσει τις ισορροπίες στο διεθνές σύστημα, καθώς τα επενδυτικά κεφάλαια εξωθούνται στο ασφαλές καταφύγιο του δολαρίου και αποσύρονται τεράστια ποσά ρευστότητας από τις αγορές.
Τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας έδειξαν πόσο δύσκολες έχουν γίνει οι συνθήκες, αλλά και ότι ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες βρίσκονται μπροστά. Τα χρηματιστήρια, έχοντας εισέλθει σε ένα παγκόσμιο bear market με μεγάλες απώλειες από την αρχή του έτους, προσπάθησαν να αρχίσουν τον Οκτώβριο με κέρδη, καθώς οι αποτιμήσεις φαίνονταν ελκυστικές και έγιναν ορισμένες τοποθετήσεις από κυνηγούς ευκαιριών, που άρχισαν να ποντάρουν στο σενάριο της κάμψης του αμερικανικού πληθωρισμού και της αλλαγής πολιτικής από τη Fed ήδη από το 2023.
Η εβδομάδα, ωστόσο, έκλεισε με sell off στο αμερικανικό χρηματιστήριο, με τον Dow Jones να υποχωρεί κατά 2,11%, τον S&P 500 κατά 2,80% και τον Nasdaq κατά 3,80%, καθώς οι τεχνολογικές μετοχές είναι οι πλέον ευαίσθητες στα υψηλά επιτόκια. Την ίδια ώρα, ένας δείκτης με μεγάλη σημασία για την ισορροπία του διεθνούς συστήματος, ο Δείκτης Δολαρίου, που αποτυπώνει τις ισοτιμίες του αμερικανικού νομίσματος έναντι των κυριότερων ξένων νομισμάτων, ξέφυγε πάλι πάνω από την τιμή του 112, έχοντας κάνει ένα ράλι της τάξεως του 25% από το χαμηλό (90) αυτού του ανοδικού κύκλου, που άρχισε τον Δεκέμβριο του 2020.
Η ισχύς του δολαρίου, που αυτή την φορά συντρίβει όχι μόνο περιφερειακά νομίσματα αναδυόμενων οικονομιών, αλλά ακόμη και το ευρώ και τη στερλίνα, αντανακλά την παγκόσμια στροφή κεφαλαίων στο ασφαλέστερο καταφύγιο, που μόνο ευνοϊκή δεν είναι για μετοχές και ομόλογα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας επενδυτής της ευρωζώνης, στο 9μηνο του 2022 θα κατέγραφε βαριές απώλειες από μετοχές και ομόλογα, αλλά αν είχε φροντίσει να «παρκάρει» σε βραχυχρόνιους τίτλους σε δολάρια τα κεφάλαιά του θα είχε κέρδος πάνω από 10%, λόγω της ανατίμησης του αμερικανικού νομίσματος.
Το νέο στοιχείο που οδήγησε τους επενδυτές την Παρασκευή σε μια απαισιόδοξη ανάγνωση των μακροοικονομικών εξελίξεων ήταν τα στοιχεία για την αμερικανική αγορά εργασίας, που παίζουν εξίσου κεντρικό ρόλο στη χάραξη νομισματικής πολιτικής από τη Fed με τα στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού. Για τον μέσο πολίτη τα στοιχεία που έδειξαν ότι η ανεργία βρίσκεται κοντά σε ιστορικό χαμηλό (3,5%), χαμηλότερα από όσο περίμεναν οι οικονομολόγοι, με τις αμοιβές να αυξάνονται κατά 5% και την οικονομία να δημιουργεί σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας ακούγονται ευχάριστα.
Όμως, για τη Fed αποτελούν μεγάλο κίνδυνο, καθώς δείχνουν ότι η αμερικανική οικονομία παραμένει ισχυρή και αντέχει σε ανατιμήσεις, με συνέπεια να διατηρούνται ισχυρές οι πληθωριστικές πιέσεις, με κίνδυνο να εμπεδωθούν, κάτι που οδηγεί σε πολύ αυστηρή νομισματική πολιτική. Έχοντας αυξήσει ήδη κατά 3% το βασικό της επιτόκιο, πλέον φαίνεται να γίνεται βέβαιο ότι η Fed θα προχωρήσει σε δύο ακόμη «τζάμπο» αυξήσεις επιτοκίων, κατά 75 μονάδες βάσης, ως το τέλος του χρόνου, φέρνοντας στο 4,5% τη σωρευτική αύξηση επιτοκίων σε αυτόν τον κύκλο.
Ακόμη χειρότερα για τους επενδυτές, το σενάριο μιας γρήγορης κάμψης του πληθωρισμού το 2023, που θα φέρει και αλλαγή στη νομισματική πολιτική, φαίνεται πλέον «χλωμό». Ο «γκουρού» των αγορών, Ρέι Ντάλιο, διαχειριστής της μεγαλύτερης εταιρείας hedge funds, Bridgewater, ο οποίος αποχωρεί από την ενεργό δράση αυτή την περίοδο, έχει κάνει την απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι το 2024 θα αρχίσει να χαλαρώνει ο κλοιός των αμερικανικών επιτοκίων και, πλέον, οι περισσότεροι αναλυτές αρχίζουν να συμμερίζονται αυτή την εκτίμηση, που είναι άκρως αρνητική για μετοχές και ομόλογα.
Αυτή την εβδομάδα, οι επενδυτές θα παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα την επόμενη σειρά στοιχείων, για τον πληθωρισμό, που ανακοινώνονται την Πέμπτη. Το βασικό σενάριο είναι απαισιόδοξο και δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε ένδειξη ουσιώδους κάμψης του πληθωρισμού, που θα καθησύχαζε τη Fed. Όπως και τον Σεπτέμβριο, εκτιμάται ότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή θα δείξει μια μικρή κάμψη, όμως ο πυρήνας του πληθωρισμού, που αποτελεί βασικό οδηγό για την κεντρική τράπεζα, θα παραμείνει... καυτός. Παράλληλα, αυτή την εβδομάδα θα δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά από την τελευταία συνεδρίαση της Fed, που θα αποκαλύψουν τις σκέψεις των κεντρικών τραπεζιτών.
Οι δηλώσεις τους έως τώρα μόνο αισιοδοξία για χαλάρωση νομισματικής πολιτικής δεν έχουν φέρει, καθώς «δείχνουν» σε μια κατεύθυνση αύξησης του βασικού επιτοκίου ακόμη και στο 4,75%, ενώ στην εξίσωση έχει προστεθεί η πολιτική που ακολουθεί ο ΟΠΕΚ+ για την παραγωγή πετρελαίου, καθώς η αιφνίδια ανακοίνωση μεγάλης μείωσης (κατά 2 εκατ. βαρέλια) έχει διακόψει την πτώση τιμών του αργού και των καυσίμων και ανοίγει μια ακόμη εστία πληθωριστικής πίεσης.
Την ίδια ώρα, οι αξιωματούχοι της Fed δέχονται μεγάλη πίεση να παραμείνουν στη γραμμή της αυστηρής αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αγνοώντας τις επιδράσεις στις αγορές, που άλλωστε ακόμη δεν έχουν φθάσει σε ένα όριο που αποδείχθηκε σημαντικό στο παρελθόν, δηλαδή στην άνοδο του δείκτη φόβου - τεκμαρτής μεταβλητότητας, VIX, των αμερικανικών μετοχών πάνω από το 40%, επίπεδο που συνηθίζεται να προκαλεί αντίδραση της Fed.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Αμερικανού, πρώην υπουργού Οικονομικών, Λάρι Σάμερς, ο οποίος κάλεσε τη Fed να κρατήσει υψηλά τα επιτόκια γιατί προέχει η αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ακόμη και αν δημιουργηθούν συνθήκες κρίσης στις αγορές. Εξάλλου, σε στρατηγικό επίπεδο, για τους Αμερικανούς υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής, η κάμψη του πληθωρισμού είναι απαραίτητη για να προστατευθεί το κύρος του δολαρίου, το οποίο αποτελεί, μαζί με τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροπλία, έναν από τους βασικούς παράγοντες που διατηρούν την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία.
Σκληρή γραμμή και από την ΕΚΤ
Η πολιτική της Fed φέρνει ακόμη και τις πιο διστακτικές μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε τροχιά μεγάλης αύξησης των δικών τους επιτοκίων. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει με την ΕΚΤ: παρότι η γερμανική οικονομία και οι περισσότερες στην ευρωζώνη κινούνται προς την ύφεση, οι τραπεζίτες δίνουν προτεραιότητα στον πληθωρισμό και, ενώ ήδη έχουν αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 1,25%, κινούνται σε άλλες αυξήσεις τουλάχιστον κατά 1,25% και δεν αποκλείεται πλέον το πιο ακραίο σενάριο της αύξησης κατά 1,50% σε δύο δόσεις των 75 μονάδων βάσης.
Ο διοικητής της Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ υποβάθμισε τις ανησυχίες για ύφεση στη Γερμανία, λέγοντας ότι δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια και τόνισε ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει στη Γερμανία στο 6% το 2023, γι' αυτό και απαιτείται αυστηρή νομισματική πολιτική. «Πρέπει να γίνουμε (σ.σ.: οι κεντρικοί τραπεζίτες) πιο επίμονοι από τον πληθωρισμό», είπε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το περιβάλλον, η έξοδος των χρηματιστηρίων από την bear market και των ομολόγων από τη δική τους bear market, που είναι εξαιρετικά σπάνια ιστορικά, δεν φαίνεται στον άμεσο ορίζοντα και οι αναλυτές περιμένουν νέες αναταράξεις. Μάλιστα, στις ΗΠΑ, μια νέα «φουρνιά» αναλύσεων τονίζει ότι το επόμενο μεγάλο πρόβλημα θα εστιάζεται στην εταιρική κερδοφορία. Ως τώρα, τα εταιρικά κέρδη είναι ανθεκτικά, επειδή βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο του πληθωριστικού κύκλου και οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τα κόστη στην αγορά μέσω ανατιμήσεων. Ωστόσο, αυτό θα γίνει πολύ πιο δύσκολο όσο η οικονομία θα εξασθενεί. και τα περιθώρια κέρδους θα δεχθούν πίεση.
Οι «υπόγειες» δυναμικές
Εκτός από τις εμφανείς αρνητικές δυναμικές που αναπτύσσονται σε επίπεδο τιμών και δεικτών στις αγορές, αναλυτές επισημαίνουν επικίνδυνες, «υπόγειες» δυναμικές στις αγορές ομολόγων και συναλλάγματος. Πολλοί μιλούν, για παράδειγμα, για ένα παγκόσμιο "margin call" για τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς είχαν ανοικτές τεράστιες θέσεις για να προστατεύονται επί σειρά ετών από πολύ χαμηλά επιτόκια, αλλά τώρα η άνοδος επιτοκίων «καίει» αυτές τις θέσεις και υποχρεώνει αυτούς τους μεγάλους επενδυτές σε βιαστικές ρευστοποιήσεις ομολόγων, οι οποίες πιέζουν την αγορά.
Στις αγορές συναλλάγματος, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, στις αναδυόμενες οικονομίες και όχι μόνο, «οχυρώνονται» για αντιμετωπίσουν επιθέσεις στα νομίσματά τους, λόγω της ισχύος του δολαρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ξένες κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει -και τις συνεχίζουν- σε ρευστοποιήσεις αμερικανικών κρατικών τίτλων αξίας δεκάδων δισ. δολαρίων και, ταυτόχρονα, αυξάνουν εξίσου τις καταθέσεις τους στη Fed, ώστε να διαθέτουν απόθεμα ρευστότητας σε δολάρια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα για να στηριχθεί το εθνικό νόμισμα.
Αναλυτές τονίζουν ότι το διεθνές περιβάλλον έχει γίνει πλέον τόσο αντίξοο, ώστε δεν συζητούμε πλέον μόνο για τον κίνδυνο να χαθούν κεφάλαια στις αγορές, αλλά για το ενδεχόμενο κάποιου σοβαρού «ατυχήματος», που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή κρίση. Το... φάντασμα μιας νέας Lehman Brothers, ή της κατάρρευσης ενός μεγάλου fund, όπως το LTCM τη δεκαετία του '90, πλανώνται πάνω από τα χρηματιστήρια, όσο ο υψηλός πληθωρισμός ανατρέπει σταθερές πολλών ετών στη νομισματική πολιτική, με τη Fed να παίζει τον πλέον καταλυτικό ρόλο.