Η άνοδος του δολαρίου, με τα κέρδη του έναντι του ευρώ να ξεπερνούν το 17% από την αρχή του έτους, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί τοξικό περιβάλλον για τις μετοχές. Εξίσου τοξικό γίνεται και το περιβάλλον στα ομόλογα –κρατικά και εταιρικά- με τις αποδόσεις να κάνουν ράλι και τις τιμές να υφίστανται πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες πτώση, με την πρώτη bear market στα ομόλογα εδώ και επτά (!) δεκαετίες.
Ουσιαστικά οι επενδυτές στρέφονται στην ασφάλεια του δολαρίου, καθώς από τη μία πλευρά η Fed εφαρμόζει μία πιο επιθετική νομισματική πολιτική αυξήσεων επιτοκίων και από την άλλη, ακόμη και εάν υπάρχουν πιθανότητες διολίσθησης των ΗΠΑ σε ύφεση, το δολάριο παραμένει το βασικό αποθεματικό νόμισμα και οι ΗΠΑ η οικονομία που διαθέτει τη μεγαλύτερη ευελιξία ώστε να αντιμετωπίσει την κρίση.
Όπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο Economist, σε όλο τον κόσμο, οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνονται όλο και πιο προβληματικές. Στη Βρετανία, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί και η στερλίνα έχει καταρρεύσει, γεγονός που ώθησε το υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Αγγλίας να εκδώσουν ανακοινώσεις προσπαθώντας να καθησυχάσουν τις αγορές. Στην Ιαπωνία, η κυβέρνηση παρενέβη στις αγορές συναλλάγματος για να ανακόψει την πτώση του γεν για πρώτη φορά από το 1998. Στην Κίνα, η κεντρική τράπεζα αύξησε τις απαιτήσεις αποθεματικών για τις συναλλαγές σε συνάλλαγμα, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις εκροές συναλλάγματος.
Κάθε αγορά έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Η νέα κυβέρνηση της Βρετανίας σχεδιάζει τις μεγαλύτερες μειώσεις φόρων στη χώρα εδώ και μισό αιώνα. Η Ιαπωνία προσπαθεί να διατηρήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, κόντρα στην παγκόσμια τάση. Η κυβέρνηση της Κίνας παλεύει με τις συνέπειες της πολιτικής των «μηδενικών κρουσμάτων» του κορονοϊού που την έχει απομονώσει από τον κόσμο.
Όλοι όμως αντιμετωπίζουν ένα κοινό σύνολο προκλήσεων. Τα περισσότερα νομίσματα έχουν αποδυναμωθεί αισθητά έναντι του δολαρίου. Ο δείκτης DXY, ένας δείκτης της αξίας του δολαρίου έναντι ενός καλαθιού βασικών νομισμάτων, έχει ενισχυθεί 18% φέτος, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών. Ο επίμονος πληθωρισμός στην Αμερική και η ταυτόχρονη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής προκαλούν… πυρετό στις αγορές, καθώς τεράστια διεθνή κεφάλαια επιστρέφουν στο δολάριο και η ρευστότητα σε άλλες αγορές μειώνεται απότομα.
Πριν από μερικές εβδομάδες η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών σημείωνε ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν αλλάξει, καθώς οι δεσμεύσεις των κεντρικών τραπεζιτών για αυξήσεις των επιτοκίων είχαν τιμολογηθεί από τις αγορές και η ρευστότητα στην αμερικανική αγορά κρατικών ομολόγων επιδεινώθηκε. Μετά από μια σύντομη και μέτρια άνοδο τον Αύγουστο, οι μετοχές έχουν σημειώσει νέα χαμηλά για το έτος: ο δείκτης MSCI All Country World Index έχει υποχωρήσει κατά 25% το 2022. Όμως το επενδυτικό άγχος δεν σταματά στις μετοχές. Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων με αξιολόγηση "junk" έχουν σκαρφαλώσει ξανά σχεδόν στο 9%, υπερδιπλάσιες από το επίπεδό τους πριν από ένα χρόνο.
Η μεταβλητότητα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί, ενώ οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό είναι κάτι παραπάνω από δυσοίωνες. Ως εκ τούτου όσο και εάν δεν είναι αρεστό καθίσταται απόλυτα κατανοητή η δέσμευση της Fed να πατάξει τον πληθωρισμό ακόμη και με κόστος διολίσθησης των ΗΠΑ σε ύφεση.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε από την Bank of America διαπιστώνει ότι από το 1980 έως το 2020, όταν ο πληθωρισμός αυξήθηκε πάνω από το 5% στις πλούσιες οικονομίες, χρειάστηκαν κατά μέσο όρο δέκα χρόνια για να υποχωρήσει στο 2%.
Ταυτόχρονα οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη υποβαθμίζονται. Σε πρόσφατη έκθεσή του ο ΟΟΣΑ εκτίμησε ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί μόλις κατά 3% φέτος, από 4,5% που προέβλεπε τον Δεκέμβριο. Το 2023 αναμένει ανάπτυξη μόλις 2,2%. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων πέφτουν. Το αργό πετρέλαιο τύπου Brent έχει επιστρέψει στα 85 δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα Ιανουαρίου. Οι τιμές του χαλκού στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου υποχώρησαν σε χαμηλό δύο μηνών στις 26 Σεπτεμβρίου. Η αδύναμη παγκόσμια οικονομία μπορεί επίσης να οδηγήσει τις εταιρείες να αρχίσουν να υποβαθμίζουν τις προβλέψεις για τα κέρδη τους.