Όταν τον Αύγουστο του 2020 ο Τζερόμ Πάουελ συμμετείχε για πρώτη φορά στο Συνέδριο του Jackson Hole, ως πρόεδρος της Fed, φρόντισε να ενημερώσει τη διεθνή οικονομική κοινότητα για τις προθέσεις της τράπεζας, που δεν ήταν άλλες από την εφαρμογή μίας ιδιαίτερα χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ενώ θα «έριχνε» εκατοντάδες δισ. δολάρια στην αγορά.
Τότε η αμερικανική οικονομία μόλις εξέρχονταν από την κρίση λόγω της πανδημίας, με την ανεργία να βρίσκεται στα ύψη και τον πληθωρισμό να ακολουθεί πτωτική πορεία. Έτσι η Fed είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει αυτού του είδους την πολιτική, προκειμένου να στηρίξει την απασχόληση και κατ’ επέκταση την κατανάλωση, το βασικό παράγοντα που στηρίζει την αμερικανική οικονομία και να αφήσει τον πληθωρισμό να ξεπεράσει ελαφρώς το 2%.
Σήμερα, όμως, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Η αμερικανική οικονομία ακολουθεί πολύ καλή πορεία, η αγορά εργασίας είναι εύρωστη και παράλληλα ο πληθωρισμός έχει «ξεφύγει», φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα αρκετών ετών και ξεπερνώντας το 4%. Ως εκ τούτου η υπερχαλαρή νομισματική πολιτική δεν είναι πλέον κατάλληλη και θα πρέπει να αλλάξει. Όμως αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να συμβεί με ταχύτητα καθώς θα πλήξει την οικονομία και τη ρευστότητα των αγορών.
Ο πραγματικός μεγάλος φόβος της Fed, όπως και των περισσότερων κεντρικών τραπεζών και οικονομικών επιτελείων ανά την υφήλιο, δεν είναι άλλος από τον εξής: εάν καθυστερήσει να άρει τα μέτρα στήριξης μπορεί να δημιουργήσει φούσκες σε αρκετούς τομείς, ενώ εάν το πράξει πολύ γρήγορα μπορεί να πλήξει την ανάκαμψη και κυρίως μετά και την εμφάνιση της μετάλλαξης «Δέλτα».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Allianz, Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, υπάρχει μία πιθανότητα 40% η Fed να προχωρήσει σε αλλαγή της νομισματικής της πολιτικής, κάτι που μπορεί να οδηγήσει την οικονομία ακόμη και σε ύφεση.
Την ίδια ώρα υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα. Η θητεία Πάουελ ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο του 2022 και ακόμη η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν δεν έχει αποκαλύψει εάν θα προτείνει ο κ. Πάουελ να παραμείνει στη θέση του ή όχι, αν και η υπ. Οικονομικών και πρώην πρόεδρος της Fed, Τζάνετ Γέλεν έχει δηλώσει ότι τάσσεται υπέρ της παράτασης της θητείας του νυν επικεφαλής της τράπεζας.
Το αίνιγμα του πληθωρισμού
Όπως όλα δείχνουν τόσο ο Πάουελ όσο και τα περισσότερα στελέχη της διοίκησης της Fed θεωρούν ότι η άνοδος του πληθωρισμού είναι παροδική και οφείλεται στο «άνοιγμα» της οικονομίας αλλά και στο γεγονός ότι η βάση σύγκρισης δηλαδή το 2020 ήταν ένα «περίεργο» και «μη επαναλαμβανόμενο» έτος, λόγω του πρώτου κύματος πανδημίας.
Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση των τιμών των προϊόντων δημιουργεί προβλήματα και ως εκ τούτου η Fed και ο ίδιος ο Πάουελ φροντίζουν να ξεκαθαρίσουν ότι «δεν μπορούμε να αφήσουμε τον πληθωρισμό να ενισχύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα». Αυτή ακριβώς η δήλωση ήταν που ξεκίνησε το debate για το κατά πόσο η Fed είναι έτοιμη να αλλάξει την πολιτική της και κυρίως να μειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που οδήγησε και σε αρκετές δονήσεις τις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα, πάντως, με τον πρώην υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ, Λόρενς Σάμερς, το «νέο φυσιολογικό» για τη Fed είναι ο πληθωρισμός να βρίσκεται άνω του 3%, καθώς οποιαδήποτε άλλη στόχευση δεν είναι επιτεύξιμη υπό τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες και εάν η τράπεζα προχωρήσει τώρα σε μείωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης το πλήγμα για την οικονομία θα είναι σφοδρό.
Από την πλευρά του ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην πρόεδρος της Fed, υποστήριξε ότι «το βασικό θέμα είναι οι προοπτικές του πληθωρισμού. Όσο μένει κοντά στο 2% τότε η Fed θα μπορεί να επιτύχει τους στόχους της. Εάν, όμως, υπάρξει ενίσχυσή του και μάλιστα με επιθετικό τρόπο τότε η Fed θα αναγκαστεί να αλλάξει με ταχύτητα την πολιτική της και να προχωρήσει ακόμη και σε αύξηση των επιτοκίων, κάτι το οποίο μπορεί να πλήξει την οικονομία σε βαθμό υψηλότερο από όσο θέλει».