Τέλος εποχής για την ενίσχυση του κόστους δανεισμού θα σημάνει και τυπικά ο Σεπτέμβριος, με τις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες της υφηλίου να είναι έτοιμες είτε να ξεκινήσουν είτε να συνεχίσουν τις μειώσεις.
Κατά τη διάρκεια του μήνα συνεδριάζουν ΕΚΤ, Fed, με τη δεύτερη να έχει προεξοφληθεί ότι θα πραγματοποιήσει την πρώτη της μείωση, καθώς και οι Τράπεζα της Αγγλίας, Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, Riskbank της Σουηδίας και η Τράπεζα του Καναδά μεταξύ άλλων.
Αναφορικά με τη Fed, οι δηλώσεις του Τζερόμ Πάουελ στο συνέδριο του Τζάκσον Χολ, έπεισε ακόμη και τους πιο δύσπιστους για την έναρξη του κύκλου μείωσης των επιτοκίων, καθώς μεταξύ άλλων σημείωσε ότι «έχει έρθει η ώρα για την προσαρμογή της πολιτικής» και ότι η κεντρική τράπεζα μπορεί τώρα να επικεντρωθεί εξίσου στο να κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει ισχυρή την αγορά εργασίας και να συνεχίσει την πρόοδο στον πληθωρισμό.
Βάσει του FedWatch της CME αναμένεται ότι θα υπάρξουν τρεις μειώσεις, έκαστη κατά 0,25%, έως το τέλος του 2024, ενώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρείται ότι θα μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης τουλάχιστον τρεις φορές συνολικά φέτος και η Τράπεζα της Αγγλίας θα ευθυγραμμιστεί επίσης με αυτήν την πολιτική, σύμφωνα με τα στοιχεία της LSEG. Και οι τρεις κεντρικές τράπεζες βλέπουν περαιτέρω συνέχιση της νομισματικής χαλάρωσης τουλάχιστον στις αρχές του 2025, παρά το ότι η συνεχιζόμενη ενίσχυση του πληθωρισμού υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό αγκάθι.
Για την παγκόσμια οικονομία, αυτό σημαίνει ένα σε γενικές γραμμές περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων το επόμενο έτος, μαζί με σημαντικά μειωμένες πιέσεις από τον πληθωρισμό. Στις ΗΠΑ, η πρόσφατη έξαρση του φόβου για ύφεση έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει, και παρά το γεγονός ότι υπάρχει αδυναμία σε μεγάλες οικονομίες με προσανατολισμό στη μεταποίηση, όπως η Γερμανία, οι χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο που είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις υπηρεσίες καταγράφουν σταθερή ανάπτυξη.
Το τι σημαίνουν όλα αυτά για τις αγορές είναι λιγότερο σαφές. Οι ευρωπαϊκές μετοχές, με βάση τον Stoxx 600, ανέκαμψαν το 2023 από την πτώση του 2022 και κερδίζουν σχεδόν 10% από την αρχή του έτους. Στη Wall Street, ο δείκτης S&P 500 είναι 17% υψηλότερα μέχρι στιγμής το 2024. Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX - ο οποίος εκτοξεύθηκε εν μέσω της παγκόσμιας πτώσης των μετοχών στις αρχές Αυγούστου - έχει επιστρέψει κάτω από το μέσο όρο.
«Η αγορά, από την άποψη της δυναμικής των τιμών, από την άποψη των αποτιμήσεων, του συναισθήματος, έχει σχεδόν ανακάμψει και μπαίνουμε στην εποχικά αδύναμη περίοδο Σεπτεμβρίου. Έτσι, θα περίμενα ασταθείς αγορές που θα καθοδηγούνται από διάφορους παράγοντες, τη γεωπολιτική, τα εταιρικά κέρδη, όπως από τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης», εκτιμά ο Μπ. Γουίτμαν, επικεφαλής της Porta Advisors.
Ακόμη και αν τα πρόσφατα σχόλια της Fed φαίνονται υποστηρικτικά για τις μετοχές, τα στοιχεία από την αγορά εργασίας των ΗΠΑ - με την επόμενη σημαντική έκθεση να αναμένεται στις 6 Σεπτεμβρίου - παραμένει σημαντικό να παρακολουθείται, εκτιμά από την πλευρά του ο Μ. Γκιλ, επικεφαλής επενδύσεων για την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη στη Standard Chartered.
Ο Αρ. Ζιρόντ, κορυφαίο στέλεχος στην Kepler Cheuvreux, ανέφερε ότι τα ομόλογα είχαν ένα ισχυρό καλοκαίρι και οι μετοχές έχουν ανακάμψει, αλλά ότι οι επενδυτές πρέπει τώρα να κάνουν ένα «άλμα πίστης» σχετικά με το πού κατευθύνεται η αμερικανική οικονομία και τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων.
Η επίπτωση στην αγορά συναλλάγματος
Στις αγορές συναλλάγματος, η προσοχή θα παραμείνει στην αλληλεπίδραση μεταξύ του πληθωρισμού, των προσδοκιών για τα επιτόκια και της οικονομικής ανάπτυξης, σημειώνει η Τζ. Φόλεϊ, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Rabobank.
Εάν το ευρώ αυξηθεί σημαντικά έναντι του δολαρίου, «η αποπληθωριστική επίπτωση μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο στις προσδοκίες της αγοράς όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα των μειώσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ», σημείωσε.
Αναφορικά με τις ΗΠΑ, εκτιμά ότι «το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θα έχει επιπτώσεις για τη Fed. Εάν κερδίσει ο Τραμπ, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα εκτελεστικό διάταγμα για να αυξήσει τους δασμούς αρκετά γρήγορα, γεγονός που θα ενίσχυε τον κίνδυνο πληθωρισμού και θα μπορούσε να συντομεύσει τον κύκλο χαλάρωσης της Fed».
Η Rabobank βλέπει επί του παρόντος τέσσερις μειώσεις επιτοκίων της Fed μεταξύ Σεπτεμβρίου και Ιανουαρίου και στη συνέχεια αναμονή για το υπόλοιπο του 2025, παρέχοντας στο δολάριο ΗΠΑ τη δυνατότητα να ενισχυθεί μέχρι την άνοιξη.