Ιστορική ευκαιρία αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους με χαμηλότερα επιτόκια, που προκαλεί μια... ευχάριστη πίεση στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους από τις τράπεζες που συμμετέχουν στην πρωτογενή αγορά (primary dealers), δημιουργεί η συμπίεση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε πρωτοφανώς χαμηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με τη νέα, επιθετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, που ανακοινώθηκε χθες.
Σύμφωνα με πληροφορίες του BD, η αλυσίδα της πίεσης στον ΟΔΔΗΧ και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αρχίζει από διεθνή επενδυτικά funds, που αναζητούν παντού ομόλογα με θετική απόδοση, σε ένα... πέλαγος τίτλων με αρνητική απόδοση.
Σύμφωνα με στοιχεία της πλατφόρμας tradeweb, από τα ομόλογα επενδυτικής διαβάθμισης της ευρωζώνης, αξίας 3,4 τρισ. ευρώ, το 49,5% (1,68 τρισ.) διαπραγματεύονται με αρνητική απόδοση. Έτσι, όσα funds δεν δεσμεύονται από το καταστατικό τους να αγοράζουν μόνο τίτλους επενδυτικής διαβάθμισης βλέπουν στα ελληνικά ομόλογα μια μεγάλη ευκαιρία για τοποθέτηση σε κρατικό χρέος με «ζουμερή», για τα δεδομένα της εποχής, απόδοση.
Άλλωστε, οι κίνδυνοι του ελληνικού χρέους έχουν περιορισθεί αισθητά, κυρίως από πολιτικής πλευράς, ενώ η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει από τους Ευρωπαίους δανειστές άκρως ευνοϊκούς όρους, που ελαφραίνουν στα χαμηλότερα επίπεδα κάθε άλλης χώρας της ευρωζώνης το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, παρότι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυτό παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Προς νέα έκδοση 10ετών;
Με τη σειρά τους, οι primary dealers μεταφέρουν την πίεση στον ΟΔΔΗΧ, προτείνοντας να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις, παρότι ο Οργανισμός έχει ήδη καλύψει με τις φετινές εκδόσεις το ετήσιο πλάνο χρηματοδότησης του Δημοσίου και πλέον συζητεί για νέες εξόδους μόνο στο βαθμό που αυτές μπορεί να αποτελούν ευκαιρία για σημαντική μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Σε αυτή την κατεύθυνση ήδη προωθείται, κατόπιν έγκρισης από το σημερινό Eurogroup, η συζητούμενη εδώ και αρκετό καιρό επαναγορά ακριβού χρέους του ΔΝΤ, που θα δημιουργήσει εξοικονόμηση 75 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ένα από τα σχέδια που προτείνεται στον ΟΔΔΗΧ από primary dealers είναι να προχωρήσει σε μια νέα διάθεση 10ετών ομολόγων, ενδεχομένως με επανάνοιγμα (re-opening) της φετινής, επιτυχημένης έκδοσης 10ετών τίτλων, καθώς με αυτή τη λύση εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί η ρευστότητα του τίτλου αναφοράς της Ελλάδας και θα κεφαλαιοποιηθεί από το Δημόσιο η μεγάλη υποχώρηση της απόδοσης στη δευτερογενή αγορά, που την έχει οδηγήσει σε ιστορικά χαμηλά, γύρω στο 1,60%.
Με την άντληση κεφαλαίων με χαμηλό κόστος, το Δημόσιο μπορεί να προχωρήσει σε επαναγορά τίτλων από τις σειρές που είχαν εκδοθεί για το PSI και έχουν ήδη αναδιαρθρωθεί, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη ρευστότητα η διαπραγμάτευσή τους. Με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και θα ενισχυθεί η ρευστότητα όσων επενδυτών διακρατούν ομόλογα από τις «λωρίδες» του PSI, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα τα κατευθύνουν και πάλι σε ελληνικούς τίτλους, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων.
Το νέο QE
Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι προχωρά σε νέα ποσοτική χαλάρωση, με αγορές τίτλων από τον Νοέμβριο και για όσο χρειασθεί, προκειμένου να αυξηθεί ο πληθωρισμός, βελτιώνει σημαντικά το κλίμα, αλλά, όπως εκτιμούν τραπεζικά στελέχη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΟΔΔΗΧ μπορεί να εφησυχάσει και να αφήσει για το 2020 τις επόμενες κινήσεις του. Πληροφορίες που αναφέρουν ότι υπήρξε πολύ ισχυρή αντίδραση, όχι μόνο από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, αλλά και από τη γαλλική, στις εισηγήσεις για το νέο QE, σε συνδυασμό με την αλλαγή στη θέση του προέδρου, με την έλευση της Κρ. Λαγκάρντ, δημιουργεί ένα βαθμό αβεβαιότητας για την προώθηση του QE. Επιπλέον, οι άκρως ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν τώρα στην αγορά ομολόγων της ευρωζώνης και διεθνώς δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα κρατήσουν στο διηνεκές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η πολιτική ηγεσία του υπ. Οικονομικών σταθμίζει όλες τις εισηγήσεις για νέες εκδόσεις το αμέσως προσεχές διάστημα και είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει στις επόμενες κινήσεις, καθώς εκτιμάται ότι μια επιτυχημένη διάθεση μακροχρόνιων κρατικών τίτλων θα επιβεβαιώσει την αυξημένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ελληνική οικονομία και τη νέα κυβέρνηση και θα έχει σημαντικές, δευτερογενείς θετικές επιδράσεις στο επενδυτικό κλίμα.