Την οριστική έξοδο των ελληνικών τραπεζών από την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των δραματικά χαμηλών αποτιμήσεων σηματοδοτεί το placement των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που αρχίζει αύριο.
Όπως τονίζουν αναλυτές, εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς αυτή η μεγάλη συναλλαγή, όπως είναι και το αναμενόμενο, θα έχει επιβεβαιωθεί, όχι με θεωρίες και αναλύσεις, αλλά με τοποθέτηση επενδυτικών κεφαλαίων, ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν διπλασιάσει την αποτίμησή τους σε σχέση με το 2019 και η σχέση των τιμών τους προς τη λογιστική αξία είναι συγκρίσιμη με τον αντίστοιχο δείκτη των τραπεζών της ευρωζώνης.
Βεβαίως, αυτή δεν θα είναι η πρώτη συναλλαγή που θα επιβεβαιώσει το come back των ελληνικών τραπεζών στην κανονικότητα της αποτίμησης των μετοχών τους. Έχουν προηγηθεί το placement μετοχών της Εθνικής και η εξαγορά από τον ιταλικό τραπεζικό όμιλο της Unicredit του 9% των μετοχών της Alpha Bank. Αυτές οι δύο συναλλαγές αποτέλεσαν ορόσημα για τον κλάδο, καθώς επιβεβαίωσαν ότι οι διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων (στην περίπτωση της Εθνικής) και ένας κορυφαίος ευρωπαϊκός όμιλος (στην περίπτωση της Alpha Bank) αποδέχονται τις αυξημένες αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών και το επιβεβαιώνουν τοποθετώντας κεφάλαια.
Ωστόσο, η συναλλαγή για τη διάθεση του 27% των μετοχών της Τρ. Πειραιώς θα αποτελέσει την κορυφαία επιβεβαίωση αυτής της αλλαγής... επενδυτικής πίστας για τις τράπεζες, όχι μόνο λόγω του μεγέθους της, αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μια απλή συναλλαγή διάθεσης τραπεζικών μετοχών, αλλά για τη σημαντικότερη, έως τώρα, πλήρη τραπεζική ιδιωτικοποίηση. Εφόσον το ΤΧΣ διαθέσει το σύνολο της συμμετοχής του στην Τράπεζα Πειραιώς (27%) στη διεθνή και εγχώρια αγορά, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιος στρατηγικός επενδυτής (cornerstone investor), θα έχει ολοκληρωθεί η πλήρης επάνοδος της μεγαλύτερης, σε όρους ενεργητικού, ελληνικής τράπεζας στον ιδιωτικό τομέα. Αποκτώντας μετοχές, οι ξένοι διαχειριστές κεφαλαίων θα δώσουν μια ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στη διοίκηση της τράπεζας, εκτιμώντας ότι μπορεί να συνεχίσει την ανοδική πορεία χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή και «επιτήρηση» από το ΤΧΣ.
Η σχέση τιμής - λογιστικής αξίας επιστρέφει στην κανονικότητα
Οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν από μια περιπέτεια που είχε οδηγήσει σε αποτιμήσεις των μετοχών τους πρωτοφανείς για τα δεδομένα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής αγοράς. Η σχέση της τιμής προς την ενσώματη λογιστική αξία (P/TBV), στο τέλος Ιουνίου του 2019, μετά τις εκλογές που έφεραν τη Ν.Δ. στη διακυβέρνηση, ήταν, κατά μέσο όρο, μόλις 0,45x. Δηλαδή, η αγορά αποτιμούσε την αξία των μετοχών σε λιγότερο από το 50% των κεφαλαίων τους.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, μάλιστα, η Τράπεζα Πειραιώς, που κλήθηκε να διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση στην εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της, είχε τότε δείκτη P/TBV μόλις 0,25x, δηλαδή η αγορά την αποτιμούσε στο ένα τέταρτο του ύψους των ιδίων κεφαλαίων της.
Σήμερα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Ο μέσος δείκτης για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες έχει σχεδόν διπλασιασθεί και φθάνει στο 0,88x. Συγκρίνεται μάλιστα ευθέως με τον αντίστοιχο δείκτη των τραπεζών της ευρωζώνης, που είναι περίπου 0,9x. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η αύξηση για την Τράπεζα Πειραιώς, καθώς ο δείκτης έχει ανέλθει στο 0,8x και είναι υπερτριπλάσιος από το καλοκαίρι του 2019.
Οι αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών
Τιμή (€) | Απόδοση '24 | Κεφαλαιοποίηση | P/TBV | P/TBV (Ιουν. 2019) | P/E '23* | P/E '24* | |
Τρ. Πειραιώς | 4,07 | 27,20% | 5.089 | 0,8 | 0,25 | 6,46 | 6,01 |
Alpha Bank | 1,737 | 12,90% | 4.086,90 | 0,65 | 0,34 | 6,43 | 5,95 |
Εθνική | 7,244 | 15,20% | 6.626,20 | 0,98 | 0,44 | 6,62 | 6,67 |
Eurobank | 1,9115 | 18,70% | 7.104,10 | 0,97 | 0,64 | 6,43 | 6,9 |
22.906,10 | 0,88 | 0,45 | 6,49 | 6,47 | |||
*Εκτίμηση |
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή
Κλειδί η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων
Ο κύριος παράγοντας που καθήλωνε σε χαμηλά επίπεδα τις αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών ήταν, βεβαίως, τα «κόκκινα» δάνεια, που είχαν φθάσει στη διάρκεια της κρίσης σχεδόν στο ήμισυ των χαρτοφυλακίων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απειλούσαν διαρκώς να πλήξουν τα κεφάλαια των τραπεζών και να τις οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες, γι' αυτό και οι επενδυτές κρατούσαν πολύ χαμηλά τις αποτιμήσεις τους.
Η προσπάθεια των τελευταίων ετών για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, με κομβικό ρόλο του κρατικού σχεδίου «Ηρακλής», που επέτρεψε στις τράπεζες να προχωρήσουν σε μεγάλες τιτλοποιήσεις με κρατικές εγγυήσεις χωρίς να υποστούν βαριά πλήγματα στα κεφάλαιά τους, έχει φέρει πλέον τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά, που επιτρέπουν να πάρουν βαθιές «ανάσες» και οι αποτιμήσεις τους, αν και ακόμη παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης
Σύμφωνα με στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού του Ευρωσυστήματος (9μηνο 2023), τα οποία παρουσίασε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν δείκτη NPL 5,16%, έναντι 2,27% για τις 109 συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης. Οι ελληνικές τράπεζες είχαν καλύτερο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με προβλέψεις, που ξεπερνούσε το 48%, έναντι 40% για τις τράπεζες της ευρωζώνης.
Τα «κόκκινα» δάνεια σε ευρωζώνη και Ελλάδα
Ευρωζώνη | Ελλάδα | |
Αξία (δισ. €) | 345,28 | 8,27 |
Ποσοστό % χαρτοφυλακίου | 2,27% | 5,16% |
Ποσοστό κάλυψης NPL | 40,86% | 48,39% |
Οι δείκτες αποδοτικότητας «απογειώθηκαν»
Οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν μια «μαύρη» περίοδο με ζημιές πρωτοφανούς ύψους, που τις είχαν καταστήσει μια ειδική περίπτωση στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, με δραματικά χαμηλούς δείκτες αποδοτικότητας. Σήμερα, όμως, φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται καλύτερα από τις ευρωπαϊκές τα υψηλά επιτόκια του ευρώ για να παρουσιάζουν καλύτερους δείκτες αποδοτικότητας.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία του SSM που παρουσίασε η ΕΕΤ, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εμφάνισαν υπερδιπλάσιο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, που έφθασε το 3,20%. Οι μεγάλες περικοπές λειτουργικών δαπανών τους επέτρεψαν να έχουν πολύ χαμηλότερο δείκτη κόστους προς έσοδα (μόλις 35,7%), ενώ και το κόστος κινδύνου (προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο σύνολο των δανείων) ήταν συγκρίσιμο με το αντίστοιχο των τραπεζών της ευρωζώνης.
Οι δύο βασικοί δείκτες αποδοτικότητας, που συγκρίνουν τα κέρδη με τα κεφάλαια και με το ενεργητικό ήταν καλύτερη για τις ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης.
Οι δείκτες αποδοτικότητας σε ευρωζώνη και Ελλάδα
Ευρωζώνη | Ελλάδα | |
Καθαρό επιτοκιακό περιθώριο | 1,56% | 3,20% |
Δείκτης κόστους προς έσοδα | 55,96% | 35,70% |
Κόστος κινδύνου | 0,43% | 0,50% |
Απόδοση ιδίων κεφαλαίων | 10,01% | 12,89% |
Απόδοση ενεργητικού | 0,65% | 1,23% |
Οι επόμενες προκλήσεις
Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι οι τράπεζες μπορούν να επαναπαυθούν στις δάφνες τους, αν και σίγουρα σημαίνουν ότι οι διεθνείς επενδυτές μπορούν πλέον να αγοράζουν ελληνικές τραπεζικές μετοχές χωρίς τις ανησυχίες του παρελθόντος που κρατούσαν χαμηλά τις αποτιμήσεις τους.
Η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν, πέρα από την ανάγκη περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι να διαφοροποιήσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο, ώστε να γίνει βιώσιμη η υψηλή κερδοφορία τους, ακόμη και όταν υποχωρήσουν τα επιτόκια στην ευρωζώνη και χαθεί το σημαντικότερο πλεονέκτημα που έχουν αυτή την περίοδο. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να αυξήσουν τα υγιή χαρτοφυλάκια δανείων, με αύξηση χορηγήσεων αλλά ακόμη και με επιστροφή «θεραπευμένων» μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους, ενώ καλούνται να αυξήσουν και το ποσοστό των εσόδων που αντλούν από προμήθειες, που είναι πολύ χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν πλέον την άνεση χρόνου για να κάνουν τις κινήσεις τους και μπορούν να απευθύνονται στις αγορές έχοντας βελτιώσει θεαματικά την επενδυτική τους αξιολόγηση και το επίπεδο των αποτιμήσεων των μετοχών τους.