Η παρέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης, τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, ήταν ο καταλύτης που οδήγησε σε πολύ αυξημένες απαιτήσεις για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλά ρίσκα εκτέλεσης στα προγράμμα περιορισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως εκτιμά η Goldman Sachs στην τελευταία της ανάλυση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα («Greece Banks, Banking Union: Risk reduction targets, a meaningful challenge for Greece», 5 Φεβρουαρίου 2020).
Εξηγώντας την απότομη επιτάχυνση των τελευταίων μηνών στις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν το ρίσκο των ισολογισμών τους, η G.S. τονίζει ότι το έγγραφο θέσεων του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών (5 Νοεμβρίου 2019) για την τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη έθεσε έναν κρίσιμο όρο, προκειμένου να δεχθεί η Γερμανία να συζητήσει για την ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων: να μειωθούν οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε όλες τις χώρες κάτω από το 5%, ή κάτω από 2,5% μετά τον υπολογισμό και των προβλέψεων που έχουν σχηματισθεί.
Αυτή η απαίτηση της Γερμανίας, επισημαίνει η G.S., δημιουργεί μια σημαντική πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες. Τα εμπόδια για τα «κόκκινα» δάνεια μπορούν να ξεπερασθούν, όπως εκτιμά, και από τις ιταλικές τράπεζες, που είναι σε καλό δρόμο για να επιτύχουν τους στόχους τους. Όμως, για τις ελληνικές τράπεζες, που ξεκινούν από ένα δείκτη NPE 39%, τα εμπόδια είναι αρκετά υψηλά.
Για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, ο οργανικός σχηματισμός κεφαλαίου και ο ρυθμός μείωσης των NPE τις φέρνουν σε καλή θέση για να επιτύχουν τους στόχους, αλλά για τις ελληνικές τράπεζες η G.S. εκτιμά ότι θα υπάρξει ένα κεφαλαιακό άνοιγμα στο τέλος του 2023, της τάξεως των 3,4 δισ. ευρώ (1,8% του ΑΕΠ). Με αυτά τα δεδομένα, ο οίκος εκτιμά ότι θα υπάρξει αυξημένη πίεση από τις αρχές και τους επόπτες στις ελληνικές τράπεζες, άρα και αυξημένη εστίαση από τις αγορές στις ελληνικές τράπεζες, καθώς είναι οι μόνες στην Ευρώπη που μπορεί να χάσουν τους στόχους για τη μείωση των NPE.
Σύμφωνα με την G.S.,ειδικότερα,
- Οι στρατηγικές μείωσης των NPE άρχισαν να εφαρμόζονται το 2019, καθώς ο δείκτης είχε κορυφωθεί στο 47% το 2016 και παρέμενε πάνω από 40% το 2018. Η «κληρονομιά» προβληματικών δανείων στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσια από την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ιρλανδία και συγκρίνεται μόνο με την Κύπρο. Οι μακροοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα δεν είναι, στην παρούσα φάση, πολύ καλύτερες από άλλων, συγκρίσιμων χωρών, όταν αυτές υλοποίησαν προγράμματα μείωσης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών είναι πιο φιλόδοξα από άλλων χωρών. Η προσπάθεια που θα γίνει την περίοδο 2019 - 2022 θα καταλήξει, μέσω πλειστηριασμών, στην αύξηση του στοκ των ακινήτων που κατέχουν οι τράπεζες. Αν συνυπολογισθεί η αξία αυτών των ακινήτων στο στοκ των «κόκκινων» δανείων που θα έχουν οι τράπεζες, ως το 2022 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα παραμείνει υψηλότερος από 10%, δηλαδή υπερδιπλάσιος του στόχου για 5%, ακόμη και με βάση τα ίδια τα σχέδια των τραπεζών.
- Η αγορά υποτιμά τις δυσκολίες αυτές και δεν τιμολογούνται σωστά στις μετοχές. Οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές έχουν αυξηθεί κατά 118% από την 1η Ιανουρίου 2019, έναντι αύξησης 5% στο χώρο της ευρωζώνης, με την Τρ. Πειραιώς να έχει την υψηλότερη απόδοση (274%) και τις άλλες τρεις τράπεζες να ακολουθούν. Αυτό οφείλεται στις αυξημένες προσδοκίες οικονομικής ανάκαμψης, στην αυξημένη ζήτηση για «κόκκινα» δάνεια στη δευτερογενή αγορά, αλλά και για ακίνητα, λόγω των χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη και στις προσδοκίες μιας συστημικής λύσης μεγάλης κλίμακας για τα NPE, ιδιαίτερα μετά το deal για το μετασχηματισμό της Eurobank. Όμως, εκτιμάται ότι ήδη οι τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται σαν να είχαν μειώσει τα «κόκκινα» δάνεια στο επίπεδο των στόχων για το 2021, κάτι που σημαίνει ότι η αγορά δεν περιμένει ότι θα υπάρξουν ρίσκα εκτέλεσης στην προσπάθεια για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που σύμφωνα με την G.S. δεν ισχύει.
Πάντως, η Goldman αναγνωρίζει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν θετικές εκπλήξεις, που θα άλλαζαν τις επιφυλακτικές εκτιμήσεις της για τις τράπεζες. Αυτές είναι οι πιθανές νέες αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης, η εφαρμογή πρόσθετων συστημικών λύσεων, όπως αυτή που έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι πιθανές εκπλήξεις σε σχέση με την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, όπως η πρόσφατη συμφωνία της Εθνικής με το Δημόσιο για ανταλλαγή ομολόγων, αλλά και μια ανάκαμψη σε μακροοικονομικό επίπεδο που θα ήταν καλύτερη από το αναμενόμενο, κάτι που έχει ήδη συμβεί στην Ισπανία.