Παρά το γεγονός ότι στο ξεκίνημα θεωρήθηκε μια από τις πλέον καινοτόμες εταιρείες τηλεπικοινωνιών, η Vodafone βλέπει να την έχουν ξεπεράσει οι εξελίξεις και θέλει να επιστρέψει στις ρίζες της και να εφαρμόσει όλο και περισσότερες νέες τεχνολογίες. Ωστόσο η εταιρεία δείχνει πιο δυσκίνητη, οι προαναγγελίες για στρατηγικές συμφωνίες σε ευρωπαϊκές χώρες έχουν παγώσει, και οι επενδυτές σκέφτονται πως ίσως ο βρετανικός όμιλος χρειάζεται αλλαγή ηγεσίας στην «κρίση μέσης ηλικίας» που περνά.
Η Vodafone ιδρύθηκε το 1984 και αποτέλεσε μια από τις πλέον καινοτόμες εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Ωστόσο, καθώς πλησιάζει την πέμπτη δεκαετία της, διαπιστώνεται ότι πολλά από τα σημαντικά της επιτεύγματα ανάγονται στο μακρινό παρελθόν.Το δίκτυό της Vodafone ήταν εκείνο που μετέφερε την πρώτη κλήση κινητής τηλεφωνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, την 1η Ιανουαρίου 1985. Στη συνέχεια, η εταιρεία πρωτοστάτησε στην εξάπλωση της τεχνολογίας μηνυμάτων κειμένου και γρήγορα επεκτάθηκε παγκοσμίως.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Vodafone είναι διαφορετικές από εκείνες που αντιμετωπίζουν οι τεχνολογικοί γίγαντες της Silicon Valley. Αντί να στραφεί προς το metaverse, ο διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Νικ Ριντ επικεντρώθηκε στη μείωση του κόστους, την τυποποίηση των εσωτερικών συστημάτων πληροφορικής και την πώληση μονάδων στη Νέα Ζηλανδία και τη Μάλτα.
Έχει επίσης διαχωρίσει και εισαγάγει στο χρηματιστήριο τη δραστηριότητα των κεραιών κινητής τηλεφωνίας του ομίλου, με στόχο να αξιοποιήσει τις υψηλές αποτιμήσεις για τις υποδομές και να αποπληρώσει χρέη. Οι μετοχές της Vodafone εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της έκρηξης των dotcom, δίνοντάς της κεφαλαιοποίηση 214 δισ. λιρών τον Μάρτιο του 2000. Σήμερα, όμως, η τιμή της μετοχής της βρίσκεται σε χαμηλά 20ετίας.
Ερωτηματικά για την ηγεσία του ομίλου
Ο Νικ Ριντ έχει παραδεχθεί πως δεν προχώρησε αρκετά γρήγορα στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Η Vodafone πέρασε την τελευταία δεκαετία κάνοντας περικοπές και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με πρώην κρατικά μονοπώλια όπως η Deutsche Telekom, νέους παίκτες που μειώνουν τις τιμές, όπως η Iliad SA, τους τεχνολογικούς κολοσσούς αλλά και τις ρυθμιστικές αρχές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η βασική αντίπαλος EE (Everything Everywhere), που ανήκει στην BT Group, έχει καλύτερη απόδοση κεφαλαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ακτιβιστές επενδυτές και τα hedge funds έχουν δείξει την ανησυχία τους, με ορισμένους να υπονοούν ότι η εταιρεία θα μπορούσε να βρει καλύτερη ηγεσία.
Επίσης, αν και έχει αναφερθεί εκτενώς από την αρχή του χρόνου ότι η εταιρεία θέλει να συνάψει συμφωνίες σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί κανένας τέτοιος στόχος. Ο Ριντ είχε ανεβάσει τις προσδοκίες για συγχωνεύσεις με ανταγωνιστές, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις αποδόσεις στον κορεσμένο και έντονα ρυθμιζόμενο κλάδο κινητών τηλεπικοινωνιών της Ευρώπης.
Το hedge fund P. Schoenfeld Asset Management LP επέκρινε τις χαμένες ευκαιρίες της διοίκησης Ριντ. Το Jupiter Corporate Bond Fund ζήτησε επίσης ταχύτερες συμφωνίες. Η Cevian Capital AB, το μεγαλύτερο ακτιβιστικό fund της Ευρώπης, που κατέχει μερίδιο στη Vodafone, επιθυμεί να δει συμφωνίες και λιγότερο συγκεντρωτισμό στην εταιρεία.
Πάντως, ο Ριντ έχει και άλλα παράπονα που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ο συγκεντρωτισμός της λήψης αποφάσεων, έχει κάνει πιο δυσκίνητη την εταιρεία και καθυστερεί την τεχνολογική της πρόοδο, ενώ πολλά υψηλόβαθμα στελέχη νιώθουν πως μένουν εκτός των σημαντικών αποφάσεων. Χαρακτηριστικά, τρία χρόνια μετά από μια συμφωνία ύψους 18,4 δισ. ευρώ, η Vodafone Deutschland, η οποία παράγει τόσα κέρδη όσα οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές μονάδες του ομίλου μαζί, βρίσκεται να χρειάζεται τεχνολογικές αναβαθμίσεις.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, ο Ρίντ έχει δηλώσει πως «μια πολύ μικρή μειοψηφία ορισμένων ανθρώπων προσπαθούσε να υποστηρίξει ότι υπάρχει πολυπλοκότητα στο μοντέλο μας», σημειώνοντας πως το μοντέλο της Vodafone προσφέρει τοπική αυτονομία με κοινά κέντρα εξυπηρέτησης. «Δεν χρησιμοποιούμε ποτέ τη λέξη συγκεντρωτισμός».
Αν και υπάρχουν ερωτηματικά για το αν ο διευθύνων σύμβουλος της Vodafone περιβάλλει τον εαυτό του με τους πλέον ταλαντούχους που θα μπορούσε, ο Ριντ χαρακτηρίζεται ως ένας «καλός ηγέτης και ακροατής» και κατά καιρούς έχει υπερασπιστεί τη διοικητική ομάδα του ομίλου.
Ο Ριντ έχει κατά καιρούς ξαφνιάσει τους επενδυτές. Το 2018, λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη της θέσης του διευθύνοντος συμβούλου, υποσχέθηκε να διατηρήσει το μέρισμα, ωστόσο έξι μήνες μετά αποφάσισε να το μειώσει. Πριν από ένα χρόνο οι μετοχές έπεσαν μετά την ανακοίνωση απροσδόκητων επενδύσεων δικτύου από τον Ριντ. Η εταιρεία έπρεπε επίσης να αναμορφώσει το διοικητικό της συμβούλιο, αφού ο Olaf Swantee, πρώην διευθύνων σύμβουλος της EE, άντεξε μόλις δύο μήνες.
Κυνηγώντας τις συμφωνίες
Οι επενδυτές ελπίζουν η επιφυλακτικότητα των ρυθμιστικών αρχών που μπλόκαραν εξαγορές όπως η προσφορά της Three για την O2 στη Βρετανία το 2016 να ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ωστόσο, το ερώτημα είναι γιατί η Vodafone δεν έχει ήδη κλείσει κάποιες συμφωνίες.
Τον Φεβρουάριο, βρέθηκε σε συζητήσεις για τη συγχώνευση της Vodafone Espana και της Masmovil, για να δει την ισπανική τηλεπικοινωνιακή πάροχο να ανακοινώνει τη συγχώνευσή της με την Orange λίγο αργότερα. Ο Ριντ απέρριψε επίσης τον Φεβρουάριο μια προσφορά ύψους 11,3 δισ. ευρώ για τη Vodafone Italia από την Iliad και την Apax Partners, λέγοντας ότι δεν ήταν προς το συμφέρον των μετόχων.
Οι συνομιλίες με την CK Hutchison Holdings για μια συμφωνία με την Three UK δεν έχουν ακόμη τελεσφορήσει. Ο βρετανικός πάροχος σταθερής τηλεφωνίας TalkTalk Telecom Group είναι μια άλλη επιλογή, όμως στο τελευταίο call του Ριντ με αναλυτές, ο CEO της Vodafone άφησε να εννοηθεί ότι έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα μια συμφωνία για την κινητή τηλεφωνία στη Βρετανία.
Ο Ριντ επεξεργάζεται και άλλες επιλογές. Όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Vodafone για το έτος, υπάρχει ένα νέο σχέδιο για την απόσχιση της ταχέως αναπτυσσόμενης επιχείρησης internet-of-things της εταιρείας, η οποία πλέον αποφέρει έσοδα 900 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία κατέχει επίσης την τεράστια υπηρεσία πληρωμών μέσω κινητού της Αφρικής, την M-Pesa, και έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις σε δίκτυα 5G, τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν έξυπνες πόλεις και εργοστάσια.
Τριάμισι χρόνια μετά την έναρξη της θητείας του ως διευθύνων σύμβουλος, με τους ακτιβιστές επενδυτές και τα hedge funds σε συναγερμό, ο 57χρονος Read αποκρούει τις αναφορές των μέσων ενημέρωσης για «πίεση». «Η άποψή μου είναι ότι κάθε διευθύνων σύμβουλος εταιρείας υψηλής κεφαλαιοποίησης έχει πίεση» είχε δηλώσει ο Ριντ σε συνέντευξή του στο Bloomberg. «Είναι κάτι που πάει μαζί με τη δουλειά».