Παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και την ανάπτυξη σειράς νέων ηλεκτρονικών υπηρεσιών, η Ελλάδα βρίσκεται στις τρεις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο φετινό δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) που ανακοίνωσε την Παρασκευή η Κομισιόν.
Εξαιρετικά δυσμενής για τη χώρα μας είναι και η σύγκριση τιμών στις ευρυζωνικές υπηρεσίες σε σταθερή και κινητή τηλεφωνία, με βάση στοιχεία στα τέλη του 2020, καθώς εμφανίζεται από τις ακριβότερες στην Ε.Ε. σε πλήθος πακέτων και συνδυαστικών υπηρεσιών. Στην κινητή τηλεφωνία, σε 12 πακέτα σύνδεσης που εξετάζονται, στα 10 η χώρα μας θεωρείται «σχετικά ακριβότερη» ή «ακριβότερη». Ωστόσο Κύπρος, Τσεχία, Λιθουανία και Μάλτα είναι ακόμα πιο ακριβές από τη χώρα μας, στα πακέτα κινητής τηλεφωνίας.
Εξόχως προβληματικό στοιχείο είναι η απελπιστικά χαμηλή διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps. Στην Ελλάδα πρόσβαση σε αυτές τις συνδέσεις υψηλής ταχύτητας έχουν μόνο τρεις στους εκατό καταναλωτές, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι υπερδεκαπλάσιος, καθώς έχουν πρόσβαση περισσότεροι από έναν στους τρεις.
Μία από τις σημαντικότερες αιτίες για την κατάταξη της χώρας μας στην 26η θέση του δείκτη DESI, μπροστά μόνο από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, είναι οι καθυστερήσεις στις επενδύσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, αλλά και η καθυστερημένη κρατική παρέμβαση, για την ανάπτυξη των ευρυζωνικών δικτύων υψηλών ταχυτήτων.
Τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζονται σε στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020, δηλαδή προ ενός έτους, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην επωφελείται ούτε από το γεγονός πως το τελευταίο 12μηνο λειτούργησε πλήθος νέων ηλεκτρονικών υπηρεσιών, ενώ επιταχύνθηκε και το επενδυτικό πρόγραμμα του ΟΤΕ -και δευτερευόντως των ανταγωνιστών του- για την εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών μέχρι το σπίτι (FTTH).
Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης
Στην έκθεση της Κομισιόν επισημαίνεται, πάντως, πως «η Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνει τις επιδόσεις της σε όλες σχεδόν τις παραμέτρους του δείκτη DESI, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η βαθμολογία της εξακολουθεί να είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ». Αναφέρεται πως μπορεί η χώρα μας να σημείωσε «μικρή πρόοδο όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες» αλλά «το ποσοστό των απασχολούμενων γυναικών ειδικών ΤΠΕ (σ.σ. σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών) επί του συνόλου των ειδικών ΤΠΕ που απασχολούνται στην Ελλάδα αυξάνεται ραγδαία».
Επιπλέον, «η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της όσον αφορά τη συνδεσιμότητα και άρχισε να αναπτύσσει δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, αν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στην κάλυψη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και στη διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών με ταχύτητες τουλάχιστον 100Mbps».
Στην Κομισιόν θεωρούν πως «η ανάπτυξη δικτύων ανθεκτικών στις μελλοντικές εξελίξεις είναι πιθανό να επιταχυνθεί με τις αναμενόμενες επενδύσεις στις οπτικές ίνες (όπως το έργο «Υποδομές Υπερυψηλής Ευρυζωνικότητας: Ultra-Fast Broadband») και την ανάπτυξη του δικτύου 5G». Η Ελλάδα συγκεντρώνει 99% στον δείκτη ετοιμότητας 5G, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι έχει εκχωρηθεί το σύνολο σχεδόν των καινοτόμων ζωνών του εναρμονισμένου σε επίπεδο ΕΕ φάσματος 5G.
Με συνολική βαθμολογία 37,7 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 50,2 στην ΕΕ), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ στη συνδεσιμότητα. Επισημαίνεται πως «συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο πολύ γρήγορα όσον αφορά τηn κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA). Η κάλυψη αυτή αυξήθηκε το 2020 κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες φτάνοντας στο 87%, ποσοστό που συμπίπτει με τον μέσο όρο της ΕΕ. Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στη βαθμιαία ανάπτυξη των δικτύων μέσω του σχεδίου διανυσμάτωσης (vectoring)».
Στην έκθεση τονίζεται πως «η χώρα άρχισε επίσης επιτέλους να αναπτύσσει δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN). Η κάλυψη σταθερών δικτύων VHCN έφτασε το 10% από 7% το προηγούμενο έτος, αν και το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 59% στην ΕΕ. Ωστόσο, η διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps παραμένει πολύ χαμηλή (φτάνοντας στο 3% από 1% το 2019) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (34 %). Η συνολική διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών εξακολουθεί να προχωρά με αργούς ρυθμούς, φτάνοντας στο 77% το 2020 από 76% το 2019 (συμβαδίζοντας με τον μέσο όρο της ΕΕ). Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στον δείκτη τιμών ευρυζωνικών συνδέσεων, με βαθμολογία 53 το 2020 έναντι 49 το 2019. Η διείσδυση κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών (60% το 2019) παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (71 % το 2019). Οι επιδόσεις της Ελλάδας ως προς την τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, με κάλυψη 99,2%».
Όσον αφορά την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ως προς την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, οι επιδόσεις της Ελλάδας το 2020 υπερβαίνουν τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά τον αριθμό των χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς την ετοιμότητα ανοικτών δεδομένων, καθώς η χώρα έχει ήδη εφαρμόσει σχετική νομοθεσία και πολιτικές.
Στην παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου, η Ελλάδα κατατάσσεται 21η μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες είναι χαμηλό (51%). Το ποσοστό των απασχολούμενων ειδικών ΤΠΕ (2,1% το 2019) παραμένει χαμηλό το 2020 (2%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (4,3%).
Ωστόσο, μεταξύ των ειδικών ΤΠΕ της χώρας, το ποσοστό των γυναικών ειδικών ΤΠΕ παρουσιάζει ραγδαία αύξηση (από 20% το 2019 σε 27% το 2020) και είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (19%), καθιστώντας την Ελλάδα πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα. Μόνο το 12% των επιχειρήσεων παρείχαν κατάρτιση ΤΠΕ στο προσωπικό τους το 2020, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 20% στην ΕΕ.