«Μαχητική, δημιουργική και δομική αντιπολίτευση» σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. «πρέπει να βρίσκεται παντού. Εντός και εκτός θεσμών. Στη Βουλή, στα συνδικάτα, στις επιστημονικές ενώσεις, στα επιμελητήρια, στην Αυτοδιοίκηση, που αποτελούν θεσμικές εκφράσεις των κοινωνικών ομάδων που θέλουμε να εκπροσωπούμε», δηλώνει η Έφη Αχτσιόγλου στην «Αυγή της Κυριακής». Ταυτόχρονα, προσθέτει, «να βρίσκεται και να παρεμβαίνει στα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα. Σε κάθε ριζοσπαστική κινηματική μορφή που αναδύεται μέσα στην κοινωνική ζωή, είτε αναφέρεται σε παλιές είτε σε νέες αντιθέσεις».
Η κ. Αχτσιόγλου τονίζει ότι «σε κάθε επιμέρους ζήτημα και στη μεγάλη εικόνα συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να είναι το κόμμα που θα καταθέτει προτάσεις, θα σχεδιάζει τομές και θα υλοποιεί πολιτικές που θα καθιστούν σαφές ότι ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και ταυτόχρονα θα διευρύνουν το ιστορικά προσδιορισμένο όριο αυτών των αναγκών. Και είναι αυτό ακριβώς που εννοούμε ότι δεν θέλουμε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, αλλά μια κοινωνία που διεκδικεί και διευρύνει διαρκώς τις απαιτήσεις της.
Για καλύτερο μισθό, δικαιώματα στην εργασία, οικολογική προστασία, κοινωνικά δικαιώματα, ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες, κρατική αποτελεσματικότητα, κοινά αγαθά. Μια κοινωνία που θέλει και μπορεί να ζήσει καλύτερα». Αναφέρει, παράλληλα, πως «ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι πρωταρχικά ένα λαϊκό κόμμα και ένα κόμμα της εργασίας. Η εργασία στις παραδοσιακές και σύγχρονες μορφές της είναι μια δύναμη παραγωγής. Όχι μόνο παραγωγής υπηρεσιών ή αγαθών, αλλά παραγωγής ιδεών, πρακτικών, μορφών συνεργασίας και αλληλεγγύης, μορφών επικοινωνίας, τελικά μορφών ζωής.
Η στήριξη και η ενίσχυση του κόσμου της εργασίας είναι το μείζον προγραμματικό στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους κομματικούς μας αντιπάλους. Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να αποτελεί ουσιαστικό εκφραστή των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, των ανθρώπων που παράγουν, των ανθρώπων της δημιουργίας».
Η υποψήφια Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. υπογραμμίζει «την ανάγκη να πείσουμε τους πολίτες και ιδιαίτερα τις κοινωνικές ομάδες που αποτελούν προτεραιότητα για μας ότι οι προτάσεις μας είναι συγχρόνως κοινωνικά αναγκαίες και ρεαλιστικές». Για να συμβεί αυτό, επισημαίνει, «χρειαζόμαστε, καταρχήν, μια συγκεκριμένη μεθοδολογία δουλειάς. Χρειάζεται κάθε πολιτική μας πρόταση να είναι προϊόν σοβαρής επεξεργασίας και ταυτόχρονα να εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο που διευρύνει διαρκώς τον χώρο που θέλουμε να εκφράζουμε. Αυτό σημαίνει να μπορεί να πείθει, να κερδίζει».
Για τη στάση του πρωθυπουργού, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια, σημειώνει ότι ο κ. Μητσοτάκης «προτίμησε για άλλη μια φορά να λειτουργήσει ως σχολιαστής και όχι ως πρωθυπουργός που φέρει αντικειμενικά την ευθύνη για την αδράνεια των κρατικών μηχανισμών» και προσθέτει πως «το χειρότερο, όμως, είναι ότι έδειξε να μην αντιλαμβάνεται ή να μην θέλει να αντιληφθεί τον σύνθετο χαρακτήρα του φαινομένου, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα βίας στα οποία ο οπαδισμός εμπλέκεται με την Ακροδεξιά και τον φασισμό και στην Ελλάδα».
Ολόκληρη η συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου στην «Αυγή της Κυριακής»:
Eρ. Με φόντο τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή από νεοναζί χούλιγκαν, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε το κλείσιμο των συνδέσμων και τη λήψη μέτρων κατά της οπαδικής βίας. Πώς κρίνετε την εν λόγω απόφαση;
Απ. Το βασικό στο οποίο δεν απάντησε ο κ. Μητσοτάκης με την παρέμβασή του είναι οι ευθύνες της ΕΛ.ΑΣ. και της κυβέρνησης για το γεγονός ότι οι Κροάτες χούλιγκαν κατάφεραν να διασχίσουν ανενόχλητοι τη μισή Ελλάδα και να επιδοθούν σ’ αυτό το όργιο βιαιοπραγίας που οδήγησε στη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή. Προτίμησε για άλλη μια φορά να λειτουργήσει ως σχολιαστής και όχι ως πρωθυπουργός που φέρει αντικειμενικά την ευθύνη για την αδράνεια των κρατικών μηχανισμών.
Ξέχασε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τον χαμό ενός νέου ανθρώπου, και μάλιστα ενώ έχει προηγηθεί μόλις πριν από ενάμιση χρόνο η δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, και αρκέστηκε, ως συνήθως, σε μια επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος. Ακούσαμε προτάσεις που έχει ήδη ψηφίσει ο κ. Μητσοτάκης, οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν ποτέ ή εφαρμόστηκαν ελλιπώς, και την προηγούμενη εβδομάδα τις επανέφερε ως καινούργιες.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι έδειξε να μην αντιλαμβάνεται ή να μην θέλει να αντιληφθεί τον σύνθετο χαρακτήρα του φαινομένου, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα βίας στα οποία ο οπαδισμός εμπλέκεται με την Ακροδεξιά και τον φασισμό και στην Ελλάδα.
Ερ. Αν μη τι άλλο, έχουμε ένα θερμό πολιτικό καλοκαίρι. Πριν από λίγες ημέρες μιλήσατε για «μαχητική αντιπολίτευση» απέναντι στη Ν.Δ. Στην πράξη τι σημαίνει αυτό; Το ρωτώ αυτό γιατί μετά τις εκλογές οι παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. εξαντλούνται σε θεσμικές κατά κύριο λόγο κινήσεις.
Απ. Μαχητική, δημιουργική και δομική αντιπολίτευση σημαίνει, καταρχήν, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να βρίσκεται παντού. Εντός και εκτός θεσμών. Στη Βουλή, στα συνδικάτα, στις επιστημονικές ενώσεις, στα επιμελητήρια, στην Αυτοδιοίκηση, που αποτελούν θεσμικές εκφράσεις των κοινωνικών ομάδων που θέλουμε να εκπροσωπούμε. Και ταυτόχρονα να βρίσκεται και να παρεμβαίνει στα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα. Σε κάθε ριζοσπαστική κινηματική μορφή που αναδύεται μέσα στην κοινωνική ζωή, είτε αναφέρεται σε παλιές είτε σε νέες αντιθέσεις.
Στους χώρους εργασίας για τις νέες ανάγκες των εργαζομένων, στις κινητοποιήσεις της νεολαίας για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων, στο φεμινιστικό κίνημα, στα οικολογικά κινήματα, στα κινήματα για την υπεράσπιση του Πολιτισμού και των εργαζόμενων του Πολιτισμού, στα κινήματα για την κατοχύρωση των LGBTQI δικαιωμάτων.
Να έχει, δηλαδή, μια πολυδύναμη παρουσία, αναγνωρίζοντας ότι ο χώρος τού «αμιγώς πολιτικού» δεν υπέρκειται των μορφών κοινωνικής κινητοποίησης, αλλά βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτές. Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση όχι απλώς για να διαμορφωθεί μια δομική αντιπαράθεση με τη Ν.Δ. και την πολιτική της, αλλά πρωτίστως για να προκύψει μια αξιόπιστη συνολική εναλλακτική λύση για τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν αρκεί να καταγγέλλουμε το υπάρχον. Οφείλουμε να περιγράψουμε με ρεαλιστικούς όρους το καλύτερο μέλλον που μπορεί να έχει η ελληνική κοινωνία.
Ερ. Απομένουν λίγες εβδομάδες από το συνέδριο και τις εκλογές της νέας ηγεσίας. Προκρίνετε ένα κόμμα δομών και μιλάτε για αξιοποίηση της συλλογικής ευφυΐας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και των μελών του. Βέβαια, την ίδια ώρα η τοξικότητα εσωκομματικά έχει χτυπήσει κόκκινο και τα social media έχουν γίνει πεδίο σκληρής εσωκομματικής σύγκρουσης. Μήπως όλο αυτό το κλίμα «στέλνει κόσμο σπίτι του»;
Απ. Θεωρώ πως αυτές οι πρακτικές και αυτού του τύπου ο λόγος, παρά τον θόρυβο που προκαλεί, δεν αφορούν την πλειονότητα των μελών του κόμματος, αν και προφανώς γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Με αυτή την έννοια, όσοι αναπαράγουν αυτό το ύφος αντιπαράθεσης θα πρέπει να το ξανασκεφτούν, εκτός αν ο στόχος τους είναι ο θόρυβος. Εκτιμώ πως ο κόσμος της Αριστεράς θα συμμετάσχει μαζικά στη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ακριβώς διότι αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτών των εκλογών.
Σε ό,τι με αφορά, στην πολιτική μου παρουσία μέχρι σήμερα έχω επιλέξει να κινούμαι σεβόμενη τις βασικές αρχές της συντροφικής αντιπαράθεσης, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ειδικότερα. Ο εσωτερικός διάλογος πρέπει να διεξάγεται με όρους σεβασμού της διαφορετικής άποψης χωρίς σεξιστικές ή άλλες προσβολές στην προσωπικότητα του καθένα και φυσικά μακριά από μηχανισμούς μιντιακούς ή σοσιαλμιντιακούς που τις τροοφοδοτούν ή/και τις αναπαράγουν.
Και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στη συντριπτική τους πλειονότητα δίνουν το παράδειγμα ενός τέτοιου είδους δημόσιου λόγου όχι μόνο απέναντι στους συντρόφους και στις συντρόφισσές τους, αλλά απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Αυτό είναι ελπιδοφόρο για το κόμμα μας και τη δυνατότητά του να αξιοποιεί τη συλλογική του ευφυΐα εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες δομές για να εκφραστεί.
Ερ. Πώς κρίνετε τη θέση του Νίκου Παππά περί παράταξης από την Αριστερά έως το προοδευτικό Κέντρο και τη θέση του Ευκλείδη Τσακαλώτου αναφορικά με το ζήτημα της αριστερής ταυτότητας και της απεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.;
Απ. Η δική μου αντίληψη για τα πράγματα, κι αυτό δεν το αναφέρω κριτικά απέναντι σε κανέναν από τους δύο συνυποψηφίους, είναι ότι ένα κόμμα εκπροσωπεί στο πεδίο του «αμιγώς πολιτικού» κοινωνικές δυνάμεις. Και η μάχη είναι, αξιοποιώντας τις τάσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των δυνάμεων που θέλουμε να εκπροσωπούμε, να συνδιαμορφώσουμε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, μια στρατηγική βελτίωσης της ζωής και διαρκούς μετατόπισης των συσχετισμών.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική είναι μια παραγωγική δύναμη. Δεν έρχεται να εκφράσει έτοιμους πολιτικούς προσδιορισμούς πολιτών που βρίσκονται τάχα από πάντα εκεί έξω στην κοινωνική ζωή. Τελικά, η πολιτική διαμορφώνει και τον χώρο που θέλει να εκφράσει με την καθημερινή παραγωγική της δύναμη. Διαφορετικά, θα είχαμε να κάνουμε με μια κοινωνία ακίνητη, απαράλλακτη. Οι νεοφιλελεύθεροι το κατάλαβαν αυτό μερικές φορές καλύτερα από την Αριστερά και στην κυριολεξία άλλαξαν τον κόσμο, απλώς το έκαναν προς το χειρότερο.
Οφείλουμε, λοιπόν, να δώσουμε περιεχόμενο στις έννοιες και να ξανακερδίσουμε την αξιοπιστία. Και για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο, σχέδιο αντιπολίτευσης σήμερα και διακυβέρνησης αύριο.
Σε κάθε επιμέρους ζήτημα και στη μεγάλη εικόνα συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να είναι το κόμμα που θα καταθέτει προτάσεις, θα σχεδιάζει τομές και θα υλοποιεί πολιτικές που θα καθιστούν σαφές ότι ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και ταυτόχρονα θα διευρύνουν το ιστορικά προσδιορισμένο όριο αυτών των αναγκών. Και είναι αυτό ακριβώς που εννοούμε ότι δεν θέλουμε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, αλλά μια κοινωνία που διεκδικεί και διευρύνει διαρκώς τις απαιτήσεις της.
Για καλύτερο μισθό, δικαιώματα στην εργασία, οικολογική προστασία, κοινωνικά δικαιώματα, ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες, κρατική αποτελεσματικότητα, κοινά αγαθά. Μια κοινωνία που θέλει και μπορεί να ζήσει καλύτερα.
Ερ. Πώς φαντάζεστε το «κοινωνικό προφίλ» του νέου ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για τον οποίο μιλάτε και πώς σκοπεύετε, εφόσον εκλεγείτε πρόεδρος, να ανακτήσετε το χαμένο έδαφος γύρω από το ζήτημα της αξιοπιστίας του κόμματος;
Απ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι πρωταρχικά ένα λαϊκό κόμμα και ένα κόμμα της εργασίας. Η εργασία στις παραδοσιακές και σύγχρονες μορφές της είναι μια δύναμη παραγωγής. Όχι μόνο παραγωγής υπηρεσιών ή αγαθών, αλλά παραγωγής ιδεών, πρακτικών, μορφών συνεργασίας και αλληλεγγύης, μορφών επικοινωνίας, τελικά μορφών ζωής. Η στήριξη και η ενίσχυση του κόσμου της εργασίας είναι το μείζον προγραμματικό στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους κομματικούς μας αντιπάλους. Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να αποτελεί ουσιαστικό εκφραστή των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, των ανθρώπων που παράγουν, των ανθρώπων της δημιουργίας.
Το ζήτημα της επανάκτησης της αξιοπιστίας μας συνδέεται απόλυτα με αυτό που είπα προηγουμένως: την ανάγκη να πείσουμε τους πολίτες και ιδιαίτερα τις κοινωνικές ομάδες που αποτελούν προτεραιότητα για μας ότι οι προτάσεις μας είναι συγχρόνως κοινωνικά αναγκαίες και ρεαλιστικές.
Για να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε, καταρχήν, μια συγκεκριμένη μεθοδολογία δουλειάς. Χρειάζεται κάθε πολιτική μας πρόταση να είναι προϊόν σοβαρής επεξεργασίας και ταυτόχρονα να εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο που διευρύνει διαρκώς τον χώρο που θέλουμε να εκφράζουμε. Αυτό σημαίνει να μπορεί να πείθει, να κερδίζει.
Ερ. Την προηγούμενη εβδομάδα μιλήσατε στις «Παρεμβάσεις» της ΑΥΓΗΣ για θέματα θεωρίας, σοσιαλισμού κ.λπ. Ποια είναι η σχέση της Έφης Αχτσιόγλου με τον μαρξισμό και τη ριζοσπαστική δεξαμενή σκέψης;
Απ. Καταρχήν, να πούμε ότι δεν υπάρχει μόνο ένας μαρξισμός, ούτε τα έργα του Μαρξ πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ιερά ευαγγέλια, ως έργα που ανακοινώνουν την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Το μαρξικό έργο είναι έργο επιστημονικό, άρα έργο αντιφατικό, πολύπλοκο, που αποτελεί αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών.
Την ίδια ώρα, όμως, ο μαρξισμός, όπως τον εννοείτε εσείς, είναι μια ιδεολογία μαζών που φαίνεται ότι γίνεται ξανά επίκαιρη αν δει κανείς ιδιαίτερα τις εξελίξεις στις ΗΠΑ και στα κινήματα που αναδύονται εκεί. Βεβαίως, δεν εξαντλεί σε καμία περίπτωση τον χώρο της ριζοσπαστικής θεωρίας. Σήμερα αναπτύσσεται μια πληθώρα θεωρητικών παρεμβάσεων σε διάφορα πεδία, από την ψυχανάλυση, τη θεωρία της ιδεολογίας, την queer θεωρία, την οικολογική θεωρία, που επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε σύγχρονους προβληματισμούς, άλλοτε σε σύμπνοια και άλλοτε σε έλλογη αντιπαράθεση μ’ αυτό που καθένας κατανοεί ως μαρξισμό.
Νομίζω πως χρειάζεται να παρακολουθείς πάντα τη θεωρητική συζήτηση για να κατανοείς τον κόσμο, τις εξελίξεις, τις αντιθέσεις, αλλά και για να αντλείς προτάσεις πολιτικής για το συλλογικό καλό. Για να μην παρασύρεσαι από έναν εμπειρισμό που σε οδηγεί να κινείσαι χωρίς πυξίδα, σε μεταμορφώνει χωρίς καν να το καταλάβεις σε κυνικό τεχνικό και απλό διαχειριστή της εξουσίας.