Με νωπή τη λαϊκή εντολή που έλαβαν στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν κάθονται στο ίδιο τραπέζι, στην ουδέτερη έδρα της πόλης Βίλνιους, στην πέμπτη κατά σειρά συνάντησή τους.
Οι δύο ηγέτες είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά μετά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Νέα Υόρκη και ακολούθησαν δύο τετ α τετ, τον Δεκέμβριο του 2019 και το 2021, στο περιθώριο των Συνόδων Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες αντίστοιχα, ενώ η πιο πρόσφατη συνάντηση έγινε τον Μάρτιο του 2022, στην Κωνσταντινούπολη.
Από τότε οι σχέσεις των δύο πέρασαν μια μακρά περίοδο ψυχρότητας, με αποκορύφωμα την προσωπική επίθεση που είχε εξαπολύσει ο πρόεδρος της Τουρκίας εναντίον του Έλληνα πρωθυπουργού, λέγοντας: «Δεν υπάρχει για εμένα ο Μητσοτάκης, δεν πρόκειται να ξαναμιλήσω μαζί του».
Δεκαπέντε μήνες μετά το τελευταίο κατ’ ιδίαν ραντεβού τους, Μητσοτάκης και Ερντογάν καλούνται να επαναπροσδιορίσουν το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να χαράξουν ένα νέο δρόμο επαναπροσέγγισης των δύο χωρών.
Πολιτικοί αναλυτές και έμπειροι διπλωμάτες θεωρούν ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή, σε μια στιγμή όπου η γειτονική χώρα δείχνει σημάδια εγκατάλειψης της τακτικής των προκλήσεων και της έντασης, με τον Ταγίπ Ερντογάν να μιλάει ξανά, μετά από αρκετά χρόνια, για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, καθώς οι οικονομικοί αναλυτές τονίζουν ότι η επαναπροσέγγιση με την Ευρώπη είναι αναγκαία για τη σταθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας.
Η ελληνική αντιπροσωπεία εμφανίζεται αποφασισμένη να πατήσει πάνω στο καλό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, αν και εξακολουθούν να κρατούν μικρό καλάθι, τόσο για τις πραγματικές διαθέσεις του Τούρκου Προέδρου, όσο και για το πόσο μακριά μπορεί να πάει η νέα προσπάθεια προσέγγισης των δύο χωρών.
Αν και τα αγκάθια παραμένουν πολλά, η Αθήνα προσέρχεται στη συνάντηση με διπλό στόχο: Την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών και την επαναφορά των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με βασικό στόχο του Κυριάκου Μητσοτάκη τη χάραξη ενός οδικού χάρτη που θα οδηγήσει στην επίλυση της μίας και μοναδικής διαφοράς ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα παρακολουθεί στενά και το “blame game” του Ταγίπ Ερντογάν στο ζήτημα των εξοπλισμών της χώρας του. Αν και είναι ορατό πλέον το ενδεχόμενο να μπει ένα τέλος στο άτυπο εμπάργκο όπλων τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από τον Καναδά -με την προμήθεια ανταλλακτικών για την κατασκευή των τουρκικών drones- η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να διατηρηθεί το προβάδισμα στο ισοζύγιο οπλικών συστημάτων έναντι της γείτονος.
Άλλωστε, ακόμα και εάν, μετά από μήνες προσπαθειών, η Τουρκία καταφέρει να εξασφαλίσει την ενίσχυση της άμυνάς της με τα αμερικανικά μαχητικά F16, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα επιδιώξει την ενεργοποίηση ενός μηχανισμού ελέγχου -από την πλευρών των συμμάχων μας- κάθε φορά που αμερικανικά οπλικά συστήματα θα προβαίνουν σε παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο.