Από την αυτοδυναμία, στις συνεργασίες και από την κυβέρνηση μειοψηφίας σε αυτήν του «ειδικού σκοπού», η προεκλογική περίοδος που οδεύει στο τέλος της αναλώθηκε όχι στην αυτονόητη αντιπαραβολή των προγραμματικών προτάσεων των κομμάτων, αλλά στο ποιος θα πάει με ποιον και για ποιον λόγο.
Τρία 24ωρα πριν τεθούν σε εφαρμογή οι περιορισμοί του εκλογικού νόμου για δημόσιες συζητήσεις επί πολιτικών θεμάτων, τα σενάρια που διακινήθηκαν για μια «κυβέρνηση ειδικού σκοπού», με μονοθεματική ατζέντα τη διερεύνηση του σκανδάλου των υποκλοπών, ήρθε να πετάξει την μπάλα όχι στην εξέδρα, αλλά εκτός γηπέδου!
Ήταν καλοκαίρι του μακρινού 1989 όταν η πολιτική ζωή του τόπου ταλανιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά, οπότε μετά την αδυναμία των εκλογών του Ιουνίου να δώσουν μονοκομματική κυβέρνηση, η ΝΔ και ο τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ, ύστερα από έντονες διαβουλεύσεις και προκειμένου, να μην παραγραφούν τα φερόμενα αδικήματα του Ανδρέα Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος, αποφάσισαν την στήριξη «κυβέρνησης ειδικού σκοπού», όπως την ονόμασαν, με πρωθυπουργό τον αποδεκτό από όλες τις πλευρές, βουλευτή της Ν.Δ., Τζαννή Τζαννετάκη.
Στο μεσοδιάστημα και πιο συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1989, η κυβέρνηση Τζαννετάκη αποφάσισε –μεταξύ άλλων- να καταστρέψει στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής στον Ασπρόπυργο 17.500.000 αστυνομικούς φακέλους πολιτικών φρονημάτων πολιτών, εν μέσω έντονων συζητήσεων για τη σκοπιμότητα της πράξης αυτής.
Στο σήμερα, η προεκλογική περίοδος σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει το «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα της περιόδου ’89, εξ ου και τα κόμματα έχουν επιλέξει διαφορετική εκλογική στρατηγική προκειμένου – κυρίως – να διαχειριστούν την επόμενη μέρα του εκλογικού αποτελέσματος.
Με όλες τις ενδείξεις να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στο κυνήγι της «αυτοδυναμίας», ο Αλέξης Τσίπρας σε μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας και ο Νίκος Ανδρουλάκης βάζει ως όρο τον αποκλεισμό των δύο αρχηγών από τη θέση του Πρωθυπουργού.
Με μόνα ρεαλιστικά σενάρια τα παραπάνω, προκαλεί πολλές συζητήσεις η «επινόηση» μιας πιθανής τέταρτης «λύσης» με τη σύσταση κυβέρνησης ειδικού σκοπού! Πόσο πιθανός είναι ο σχηματισμός μια τέτοιας κυβέρνησης; Και γιατί κάποιοι επικαλούνται τον κίνδυνο παραγραφής των πολιτικών ευθυνών στην υπόθεση των υποκλοπών;
Βάζοντας πάνω στο τραπέζι τους δημοσκοπικούς συσχετισμούς, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Απαιτούνται είτε τρία κόμματα και η ανοχή ενός ακόμα, είτε τέσσερα κόμματα που να συμφωνήσουν στον κοινό σκοπό και να φτιάξουν μιας βραχεία κυβέρνηση που θα ασχοληθεί μόνο με τις υποκλοπές.
Και για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, όμως, με την πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, απαιτούνται 120 βουλευτές, ενώ για προανακριτική πλειοψηφία 151, άρα και ο κ. Βελόπουλος.
Κίνδυνος παραγραφής –όπως σημειώνουν συνταγματολόγοι– δεν υφίσταται παρά μόνο μετά την πάροδο διετίας, από τη στιγμή όπου σύμφωνα με την νομολογία στην υπόθεση Γ. Παπακωνσταντίνου, η Βουλή της μιας μέρας που θα σχηματιστεί την επομένη της 21ης Μαΐου και θα διαλυθεί για τη διεξαγωγή δεύτερων εκλογών στις αρχές Ιουλίου, δεν προσμετράται στη συνταγματική πρόβλεψη περί παραγραφής με την παρέλευση δύο κοινοβουλευτικών περιόδων.