Η κοινή παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στην κηδεία του πιλότου Μάριου - Μιχαήλ Τουρούτσικα ήταν μια μικρή παρένθεση στο τοξικό κλίμα της προεκλογικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ένα τραγικό γεγονός υποχρέωσε τους δύο βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας της χώρας να σταθούν δίπλα δίπλα και να «συμπορευθούν» με το κλίμα της πανελλήνιας συγκίνησης για τα δύο παλικάρια που έφυγαν τόσο πρόωρα από τη ζωή εν καιρώ ειρήνης.
Έπραξαν το σωστό; Προφανώς! Έστω και αν τα σωστά και τα ωραία κρατάνε λίγο.
Η βιασύνη επιστροφής στα «χαρακώματα» ήταν μονόδρομος, όχι γιατί το ζητούσε ο λαός ή το επέβαλαν οι συνθήκες, αλλά γιατί ο προεκλογικός πολιτικός χρόνος είναι πολύτιμος και προφανώς δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο…
Έτσι, 24 ώρες μετά, ο καθένας βρίσκεται στο μετερίζι του, σε θέση μάχης. «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη». Με κοινό στόχο ωστόσο, να κυβερνήσουν τη χώρα, να την οδηγήσουν στο ξέφωτο, να δημιουργήσουν συνθήκες ανάπτυξης και ευκαιριών για τους νέους.
Με λυμένα βασικά ζητήματα περασμένων δεκαετιών θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχουν και πολλά που τους χωρίζουν ή έστω αγεφύρωτες διαφορές για το μέλλον της χώρας.
Δεν βιώνουμε κανέναν «Εθνικό Διχασμό», ούτε καν κάποιου είδους διαμάχη μεταξύ «Βενιζελικών» και «βασιλικών/ αντιβενιζελικών» των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Εμφύλιος δε, που σημάδεψε την πολιτική ζωή για δεκαετίες «συντροφεύει» τα αρρωστημένα μυαλά ελαχίστων νοσταλγών της περιόδου εκείνης.
Ακόμα και το «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» θέλουν να το ξεχάσουν και οι δύο, από τη στιγμή που πληγώθηκαν εξίσου, για διαφορετικούς ωστόσο λόγους.
Διλήμματα όπως η κατάργηση της θανατικής ποινής δεν απασχολούν πια την πολιτική αντιπαράθεση.
Η τελευταία θανατική ποινή στην Ελλάδα εκτελέστηκε την περίοδο της δικτατορίας και έκτοτε καμία θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε μέχρι την κατάργησή της το 1993 με το νόμο 2172. Το λύσαμε και αυτό.
Ακόμα και η περίφημη μπλε σχολική ποδιά με τον άσπρο γιακά πέρασε στην ιστορία τον Φεβρουαρίου του 1982 με την οριστική απόφαση για κατάργησή της.
Ακόμα και τότε βέβαια είχαμε καταφέρει να χωριστούμε στα δύο με τους μεν να θεωρούν την απόφαση ιστορική, ως ένδειξη εκδημοκρατισμού και απόδειξη ελευθερίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων και τους δε, τους πιο παραδοσιακούς, να υποστηρίζουν ότι με την κατάργηση της σχολικής ποδιάς θα χανόταν η ταυτότητα των μαθητών και θα επικρατούσε ασυδοσία στην εξωτερική εμφάνιση.
Όρκο δεν παίρνω, αλλά με ανοιχτό αυτό το τελευταίο ζήτημα ως τις μέρες μας, έχω μια μεγάλη βεβαιότητα ότι η αντιπαράθεση θα ήταν όχι για την κατάργηση ή μη της σχολικής ποδιάς, αλλά για το αν θα έπρεπε το ύφασμα να είναι σε «μπλε» ή «κόκκινες» αποχρώσεις.