Ισχυρό μήνυμα προς τον Ταγίπ Ερντογάν έστειλαν από κοινού ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, με τους δυο ηγέτες να υπογραμμίζουν πως αποτελούν σημαντικό ζήτημα για την Ευρώπη οι σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία που βασίζονται στις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Ο Γερμανός καγκελάριος σημείωσε για την Ανατολική Μεσόγειο πως πρόκειται για μια περιοχή γεμάτη δυνατότητες, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο και είναι προς το συμφέρον όλων των χωρών να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες για το καλό των λαών τους. «Αποκόμισα σήμερα την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι απολύτως έτοιμη και πρέπει να το στηρίξουμε. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας είναι σημαντικές και για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Είμαι σίγουρος ότι όλα τα θέματα μπορούν να λυθούν στη βάση του διαλόγου και του διεθνούς δικαίου» υπογράμμισε ο κ. Σολτς.
Επίσης ο Γερμανός καγκελάριος δήλωσε ότι η Γερμανία δεν ρώτησε πού θα τοποθετηθούν τα γερμανικά τεθωρακισμένα που έλαβε η Ελλάδα, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι δεν θα κατευθυνθούν στα νησιά αλλά στον Εβρο, γιατί εκεί κρίνεται ότι θα είναι πιο χρήσιμα. «Δεν νοείται κράτη-μέλη της συμμαχίας να αμφισβητούν εθνικές κυριαρχίες», ξεκαθάρισε ο Γερμανός καγκελάριος αναφορικά με το θέμα των νησιών και την αμφισβήτηση που εκδηλώνεται από την Τουρκία.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δήλωσε πως «επανέλαβα στον καγκελάριο ότι είναι κρίμα ο κ. Ερντογάν να μη βλέπει ότι βαδίζει σε ένα αδιέξοδο, όταν δηλητηριάζει το λαό του με ψέματα κατά της Ελλάδας… Γιατί οι γείτονές μας και όλοι οι εταίροι μας γνωρίζουν ότι τα ελληνικά νησιά δεν απειλούν κανέναν… Όλοι γνωρίζουν ότι οι διεθνείς συμβάσεις δεν αλλάζουν με αυθαίρετες ερμηνείες, ούτε η ιστορία με ψευδαισθήσεις, ούτε η γεωγραφία με παραχαραγμένους χάρτες».
Ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε ότι «η θέση μας είναι σαφής. Στο μεταναστευτικό η Ελλάδα φρουρεί και θα συνεχίσει να φρουρεί τα Ευρωπαϊκά σύνορα, αποκρούοντας τις εισβολές των δουλεμπόρων, προστατεύοντας τους κατατρεγμένους…", και υπογράμμισε ότι «οι θέσεις μας απέναντι στις απειλές είναι σαφείς».
«Αντιτάσσουμε στην προκλητικότητα το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας. Το μόνο εργαλείο που έχουμε στη διάθεση μας για να λύσουμε τη διαφορά μας με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο… Οι γείτονές μας να επιλέξουν το δρόμο της αποκλιμάκωσης, της νομιμότητας, της ειρηνικής συνύπαρξης, χωρίς ρητορικές εξάρσεις, αλλά με δημιουργικές πράξεις… Από την πλευρά μου θα με βρουν πάντα έτοιμο να τείνω χείρα φιλίας γιατί δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αχρείαστες εστίες έντασης. Έχουμε υποχρέωση να λύνουμε τις διαφορές μας ειρηνικά και αυτό θέλουν οι λαοί μας…» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Ο πρωθυπουργός τόνισε επίσης ότι για την Αθήνα παραμένει ανοιχτό το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων ειδικά του κατοχικού δάνειου. «Η ρύθμισή του θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής σε μια συγκυρία μάλιστα που η ελληνογερμανική σύμπλευση απέναντι στις προκλήσεις των καιρών είναι ακλόνητη, με κορυφαία την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όπου διαπιστώσαμε για ακόμη μια φορά ότι οι απόψεις μας είναι ταυτόσημες. Η Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχθεί ύστερα από 80 χρόνια ένα νέο πόλεμο στην καρδιά της ούτε να επιτρέψει την επανάληψη ενός τετελεσμένου εισβολής και κατοχής όπως αυτό που δυστυχώς αιμορραγεί ακόμη στην Κύπρο» είπε.
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως η Ελλάδα προσβλέπει πάντα σε λύση στο θέμα του κατοχικού δανείου, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία και τις νομικές εκκρεμότητες του παρελθόντος. Για εμάς αυτή η συζήτηση είναι πάντα επίκαιρη, ωστόσο το γεγονός πώς έως τώρα δεν έχει βρεθεί λύση δεν σκιάζει το επίπεδο συνεργασίας των δύο χωρών σε διάφορους τομείς, ξεκαθάρισε.
Παράλληλα, εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ότι Ελλάδα και Γερμανία μπορούν να συνεργάζονται πλέον για τους κοινούς στόχους της ηπείρου, μακριά από ρόλους ισχυρού και αδύναμου, ρόλους του παρελθόντος. Όπως τόνισε, η Ελλάδα τώρα δεν ζητά απλά παθητικά, όπως έκανε εδώ και πολλά χρόνια, αλλά συζητά ισότιμα, δημιουργικά, συνέβαλε στη διάρκεια της πανδημίας στο ευρωπαϊκό ψηφιακό διαβατήριο, καθώς και στη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, πρωταγωνιστεί τώρα σε μια ενιαία κοινοτική πολιτική στην ενέργεια για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, αλλά και στην περαιτέρω εμβάθυνση της δημοκρατίας στα κράτη μέλη που πολιορκούνται από τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία.