Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία πολλά είναι τα ευρωπαϊκά κράτη, με πρώτη τη Γερμανία, που «ξυπνούν» απότομα και αντιλαμβάνονται ότι ένας νέος «ψυχρός» πόλεμος έχει αρχίσει, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να επανεξετάσουν πολύ σοβαρά τους αμυντικούς εξοπλισμούς σε νέα βάση.
Το αμυντικό σενάριο της ηπείρου αλλάζει καθημερινά, δήλωσε ο Αλεσάντρο Μαρόνε, αμυντικός αναλυτής στο think tank IAI της Ρώμης. «Μια σειρά από ιστορικά κατώφλια έχουν ξεπεραστεί τις τελευταίες εβδομάδες. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα είναι σύντομος, η αύξηση του προϋπολογισμού της Γερμανίας θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στη γερμανική και ευρωπαϊκή βιομηχανία. Και οι δαπάνες 500 εκατομμυρίων ευρώ της ΕΕ για όπλα για τον πόλεμο αποτελούν ορόσημο στις σχέσεις με τη Ρωσία».
Στον «χορό» των αμυντικών εξοπλισμών έχει ήδη μπει νωρίτερα, λόγω της τουρκικής απειλής, και η Ελλάδα, που μετά από τα δύσκολα χρόνια της κρίσης επανεξοπλίζεται προσπαθώντας να κλείσει κενά ετών. Rafale, Belharra, F-16 Viper είναι μερικά από τα προγράμματα που τρέχουν ήδη, ενώ ιδιαίτερη σημασία θα έχει η συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες όπως η Ευρωκορβέτα.
Γερμανία: 100 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας είναι μόνο η αρχή
Η Γερμανία δείχνει το δρόμο προς την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική απειλή. Δια στόματος του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ανακοινώθηκε η δημιουργία ενός ταμείου εμβέλειας 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις στον τομέα της άμυνας μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία, τροποποιώντας έτσι τον προϋπολογισμό του 2022.
Επίσης από εδώ και στο εξής -χρόνο με τον χρόνο– η Γερμανία θα επενδύει περισσότερο από το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην άμυνα. Στόχος είναι μια αποτελεσματική, άκρως σύγχρονη και προοδευτική Bundeswehr (οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις).
Την ίδια ώρα, ο καγκελάριος ξεκαθάρισε ότι το stealth αεροσκάφος F-35 της Lockheed Martin εξετάζεται για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, που ασφαλώς θα απορροφήσει διψήφιο ποσό δισεκατομμυρίων. Μια δήλωση «επαναστατική», αν αναλογιστεί κανείς ότι τα προηγούμενα χρόνια, υπό την Άνγκελα Μέρκελ, μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα δεν είχαν προχωρήσει.
Επίσης, στις στρατηγικές επενδύσεις περιλαμβάνεται η ανάπτυξη ενός νέου, ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους (FCAS), το οποίο Γαλλία και Γερμανία σχεδιάζουν από κοινού, καθώς και η αγορά νέων μεταγωγικών ελικοπτέρων, μαζί και ο εκσυγχρονισμός των αμερικανικών αντιαεροπορικών πυραύλων τύπου Patriot.
Όσον αφορά το έμψυχο δυναμικό, κάποιοι προτείνουν την επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, την οποία είχε καταργήσει η Άνγκελα Μέρκελ, ενώ όλα δείχνουν ότι η Bundeswehr θα επενδύσει σε επαγγελματίες οπλίτες και στελέχη υψηλής εξειδίκευσης. Σύμφωνα με πρώτες πληροφορίες, σχεδιάζονται τουλάχιστον 20.000 νέες προσλήψεις, οι οποίες θα ανεβάσουν το έμψυχο δυναμικό σε 203.000 άτομα.
Γαλλία: Η χώρα παραγωγός Rafale και Belharra
Η Γαλλία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ίσως αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη, πολύ καλά εξοπλισμένη η ίδια, ενώ πουλά τα οπλικά της συστήματα σε όλο τον κόσμο.
Είναι μέσα σε κάθε νέο αμυντικό πρόγραμμα στην Ευρώπη, ενώ εδώ και δύο χρόνια μοιάζει να έχει αντικαταστήσει την αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, παίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο της, Charles De Gaulle συχνά πυκνά, όπως και την περίοδο αυτή, βρίσκεται στην περιοχή.
Η Γαλλία μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα συμμετέχει στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας (European Patrol Corvette EPC), μέσω του κολοσσού της ναυπηγικής βιομηχανίας, Naval Group. Στο ίδιο πρόγραμμα συμμετέχουν Ιταλική Fincantieri και η Ισπανική Navantia. Στο πρόγραμμα επίσης συμμετέχουν πλέον Δανία και Νορβηγία, ενώ στην κατασκευή της θα πάρουν μέρος 40 ευρωπαϊκές εταιρείες.
Επίσης στο τέλος του περασμένου μήνα η ευρωπαϊκή Airbus και ο οργανισμός OCCAR (Organization for Joint Armament Co-operation) υπέγραψαν το συμβόλαιο για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού Eurodrone MALE RPAS (Medium Altitude Long Endurance Remotely Piloted Aircraft System). Πέρα από την ανάπτυξη του συστήματος, το συμβόλαιο περιλαμβάνει και την παραγωγή 20 συστημάτων με πενταετή σύμβαση υποστήριξης τους. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Κάθε σύστημα αποτελείται από τρία αεροχήματα και έναν σταθμό εδάφους.
Αυτό το κρίσιμο πρόγραμμα συνεργασίας βασίζεται στην τεχνογνωσία τριών μεγάλων υπεργολάβων (Dassault Aviation SA, Leonardo SpA και Airbus Defense & Space SAU).
Η πρώιμη φάση του προγράμματος συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αμυντικής Βιομηχανικής Ανάπτυξης (EDIDP) με στόχο την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας και κυριαρχίας της Ευρώπης.
Το Ευρωπαϊκό MALE RPAS θα προσφέρει δυνατότητες που ξεπερνούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ειδικά σε θέματα ασφάλειας, ασφάλειας πληροφοριών και στον τομέα της Πληροφορίας, της Επιτήρησης, της Απόκτησης Στόχων και της Αναγνώρισης (ISTAR). Η κατασκευή του Πρωτότυπου αναμένεται να ξεκινήσει το 2024.
Ποιοι αγοράζουν το F-35
Όσον αφορά το αεροσκάφος game changer F-35 δεν θα ενισχύσει την Πολεμική Αεροπορία μόνο της Γερμανίας, αλλά στις χώρες partners από την πλευρά της Ευρώπης που είναι: Αγγλία, Ιταλία, Ολλανδία, Δανία, Νορβηγία.
Το συγκεκριμένο αεροσκάφος αγοράζουν Βέλγιο, Πολωνία, Ελβετία και πρόσφατα η Φινλανδία, που βρίσκεται σε ιδιαίτερα στρατηγική θέση όσον αφορά τη Ρωσία. Η οποία και έχει υπογράψει για 64 αεροσκάφη τύπου F-35A Lightning II της αμερικανικής Lockheed Martin που πρόκειται να προμηθευτεί μέχρι το 2030. Μάλιστα το συνολικό κόστος της επένδυσης, μαζί με την εκπαίδευση των πληρωμάτων, φτάνει τα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ.
Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα των F-35 εδώ και λίγο καιρό προσδοκά να μπει και η Ελλάδα, έστω και αργοπορημένα, με τη συζήτηση πια να γίνεται όλο και πιο έντονη.
Η Ελλάδα ενισχύει την άμυνα και συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα
Η Ελλάδα μάλιστα μπορούμε να πούμε έχει τα σκήπτρα στους αμυντικούς εξοπλισμούς, καθώς η ιστορική αντιπαράθεση με την Τουρκία τους κάνει κάτι παραπάνω από επιβεβλημένους. Όπως έχει πει άλλωστε ο Θουκιδίδης: «Το πλεονέκτημα στον πόλεμο δεν το δίνουν τα όπλα, αλλά τα χρήματα που δαπανώνται».
Η χώρα μας υποστήριξε από την αρχή τις αμυντικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ως μέλος της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), έχει αναλάβει, ως επικεφαλής, την υλοποίηση 6 σημαντικών προγραμμάτων PESCO, ενώ αμυντικά προγράμματα με consortia, στα οποία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο ελληνικές εταιρείες, χρηματοδοτούνται ήδη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF).
Μετά από αρκετά χρόνια κρίσης αλλά και εξοπλιστικής «ανομβρίας», η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει κάνει μεγάλα ανοίγματα στο χώρο των εξοπλισμών, κάνοντας την αρχή με την αναβάθμιση 83 αεροσκαφών F-16 σε Viper. Στη συνέχεια υπέγραψε με τη Γαλλία την αγορά 24 αεροσκαφών 4,5ης γενιάς Rafale και τριών φρεγατών Belharra, ενώ στις συζητήσεις είναι και η απόκτηση τεσσάρων κορβετών για το Πολεμικό Ναυτικό.
Από το Σεπτέμβριο του 2020 έχει ενεργοποιηθεί αριθμός υποπρογραμμάτων και για τους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εν συνεχεία υποστήριξη των «Mirage 2000-5» που είχε «παγώσει» από το 2012, τη σύμβαση εν συνεχεία υποστήριξης μεταγωγικών αεροσκαφών C-130 και C-27, καθώς και ελικοπτέρων CH-47D (Chinook) και NH-90 και την προμήθεια σύγχρονων τορπιλών για τα υποβρύχια.
Τον τελευταίο καιρό μάλιστα φαίνεται πως έχει έρθει η σειρά του Στρατού Ξηράς, με την αναβάθμιση περίπου 700 αρμάτων μάχης Leopard, να συζητείται πολύ έντονα, ενώ έχει πέσει στο τραπέζι ανάμεσα στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στη γερμανική εταιρεία Krauss Maffei Wegman (KMW) η πιθανότητα μιας επένδυσης που θα οδηγήσει τη μεταφορά της γραμμής παραγωγής των Leopard στην Ελλάδα. Και μπορεί κάτι τέτοιο να είναι πολύ πρώιμο, ωστόσο σε περίπτωση που προχωρήσει, η χώρα μπορεί να μετατραπεί σε κόμβο επισκευής, συντήρησης και αναβάθμισης των γερμανικών αρμάτων μάχης, τα οποία υπάρχουν στο οπλοστάσιο συνολικά 20 χωρών στον κόσμο, με τις περισσότερες από αυτές να βρίσκονται στην Ευρώπη.
Άλλωστε τόσο η αμυντική συμφωνία της Ελλάδας με την Γαλλία όσο και με τις ΗΠΑ έχουν αναβαθμίσει το ρόλο της χώρας στην περιοχή και την έχει μετατρέψει σε σημαντικό παράγοντα για την ασφάλεια της Αν. Μεσογείου.
Όσον αφορά την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ) που τον τελευταίο καιρό ανακάμπτει μετά από πολύ δύσκολα χρόνια κρίσης, οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία την προβληματίζουν, αλλά όπως τονίζουν κύκλοι του Συνδέσμου Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ), αυτό που είναι πια ξεκάθαρο είναι η ανάγκη μιας ισχυρής ΕΑΒΙ, που θα υποστηρίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε περιόδους κρίσεως, όταν η χώρα θα βρεθεί μόνη της απέναντι στον εχθρό.
Όπως μάλιστα δηλώνουν χαρακτηριστικά, η δημιουργία μιας ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας, είναι σίγουρο ότι θα έχει μεγάλο θετικό αποτύπωμα και στην εθνική οικονομία αρκεί να θεσμοθετηθεί η συμμετοχή της στα εξοπλιστικά προγράμματα με τουλάχιστον 30% βιομηχανικές επιστροφές.
Γιατί μπορεί η Ελλάδα να αγοράζει οπλικά συστήματα που θα ενισχύσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις, πρέπει όμως να υπάρχουν συμπαραγωγές με ελληνικές εταιρείες ώστε να επιστρέψει στη χώρα προστιθέμενη αξία αλλά και να αποκτηθεί η αναγκαία τεχνογνωσία. Οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες έχουν σήμερα τις δυνατότητες σε πολλούς τομείς να συμβάλουν αποτελεσματικά.
Κι όπως έχει σημειώσει ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ, Τάσος Ροζολής απαιτείται η ΕΑΒΙ να συμμετέχει σε όλα τα μελλοντικά ευρωπαϊκά ή αμερικανικά προγράμματα στο τομέα της Άμυνας που αφορούν την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων. «Η χώρα μας απαιτείται να πάψει να λειτουργεί ως πελάτης οπλικών συστημάτων και να γίνει συνεταίρος και συμμέτοχος από την αρχή της ανάπτυξή τους. Είναι απαραίτητο για παράδειγμα, να ενταχθούμε άμεσα στα προγράμματα για την ανάπτυξη του νέου ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους, αλλά και του νέου ευρωπαϊκού άρματος μάχης που σχεδιάζονται αυτή την εποχή. Αντίστοιχα και σε οποιαδήποτε παρόμοια προσπάθεια των ΗΠΑ», σημείωσε.
Όπως όλα δείχνουν η μεταψυχροπολεμική εποχή της ευρωπαϊκής αμυντικής αφέλειας και χαλάρωσης πέρασε ανεπιστρεπτί και η νέα εποχή που ήδη ξεκίνησε θα έχει σίγουρα μεγαλύτερες προκλήσεις που θα απαιτούν ισχυρές αμυντικές συμμαχίες και αυξημένες αμυντικές δαπάνες από την Ευρώπη, που δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στην αμερικανική προστασία. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως η Ευρώπη είναι ώρα κάνει δεκτή και την πρόταση που έχει διατυπώσει η Αθήνα για την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος, ώστε το Σύμφωνο Σταθερότητας να πάψει να αντιστρατεύεται την αμυντική θωράκιση της γηραιάς ηπείρου.