Στην συνταγματική αναθεώρηση, την πορεία της οικονομίας μετά τις εκλογές και την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις σχέσεις με την Κίνα αναφέρθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε ομιλία του που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Thessaloniki Summit 2019.
Ο πρώην αντιπρόεδρος και υπουργός οικονομικών χαρακτήρισε την συνταγματική αναθεώρηση άτολμη που δεν ενσωματώνει τα διδάγματα της κρίσης. «Το κορυφαίο ζήτημα που απουσιάζει είναι η δημοσιονομική επίγνωση» σημειώνοντας ότι θα έπρεπε «να προβλέπεται ο χρυσούς δημοσιονομικός κανόνας, δηλαδή το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος και το όριο του δημοσίου χρέους».
«Όπως, βέβαια, δεν λύνουμε και θέματα δικαστικού ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του κράτους, γιατί και τα περιθώρια είναι στενά, είναι πληθωρικό το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων, και δημόσιες συμβάσεις, όπως ξέρουν όλοι εδώ οι παριστάμενοι, δεν είναι οι παλιές διοικητικές συμβάσεις, είναι όλες οι συμβάσεις που διέπονται από το Ενωσιακό Δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, δηλαδή έργων, υπηρεσιών και παραχωρήσεων. Εκείνο που δεν αντιμετωπίζουμε, και δεν το αντιμετώπισε ούτε η τροποποίηση και η επανατροποποίηση και η επανατροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων, είναι αυτή η ασφυκτική ποινικοποίηση της επιχειρηματικότητας».
Τι είπε για τη διάταξη για τις τράπεζες
Ακόμη και με την τελευταία ρύθμιση για την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας των τραπεζικών χρηματοπιστωτικών και χρηματοδοτικών, ας το πούμε, οντοτήτων, που και αυτό πρέπει να ερμηνευθεί τι σημαίνει, γιατί στο Ποινικό Δίκαιο η κάθε λέξη έχει τη σημασία της, είναι γραμματοπαγές το Ποινικό Δίκαιο, ακόμη κι αυτό δεν αρκεί, διότι μπορείς, χωρίς να υπάρχει όφελος, χωρίς να υπάρχει δωροδοκία, χωρίς να υπάρχει ξέπλυμα, χωρίς να υπάρχει καταγγελία, χωρίς να υπάρχει διαμαρτυρία του αρμοδίου οργάνου, των εποπτευόντων οργάνων, να βρεθείς κατηγορούμενος επειδή άσκησες επιχειρηματική δραστηριότητα και συνήψες μία σύμβαση. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε συνολικά αυτό το περιβόητο αδίκημα της απιστίας για τον εν ευρεία εννοία ιδιωτικό τομέα, για οτιδήποτε είναι έξω από το νομικό πρόσωπο του δημοσίου, να διώκεται κατ’ έγκλησιν, ιδίως όταν υπάρχουν άλλοι εποπτικοί μηχανισμοί. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι όλα όσα ξέρουμε σε σχέση με την κατάργηση στην πραγματικότητα του θεσμού της ανώνυμης εταιρίας. Η ποινική ευθύνη, είτε η εταιρία είναι ανώνυμη είτε η εταιρία είναι προσωπική, είτε είναι οποιασδήποτε άλλης μορφής κεφαλαιουχικής, είναι στην πραγματικότητα η ίδια. Αυτό είναι μία μεγάλη συζήτηση, η ποινική μεταχείριση της επιχειρηματικότητας».
Η ελληνική οικονομία μετά τις εκλογές
«Πολύ συνοπτικά θα σας πω το εξής, οι πρώτες αυτές 100 και πλέον ημέρες, είναι καλές για την κυβέρνηση και έχουν οδηγήσει σε μία επικοινωνιακή νίκη της κυβέρνησης και υπάρχει πράγματι μία αλλαγή της ατμόσφαιρας και ιδίως μία αλλαγή της διεθνούς εικόνας της χώρας. Υπάρχουν προσδοκίες, υπάρχει αισιοδοξία, υπάρχει μία προσπάθεια επιστροφής στην αντίληψη και στο κλίμα των τελευταίων μηνών του 2014. Άρα, προσπαθεί η κυβέρνηση να γεφυρώσει την πενταετία που μεσολάβησε. Όμως, υπάρχει μία –θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τον όρο– αποκόλληση των σφαιρών. Τα πράγματα φάνηκαν να πηγαίνουν πάρα πολύ καλά στη χρηματοοικονομική σφαίρα, με την πορεία των ελληνικών ομολόγων και των ελληνικών εντόκων γραμματίων, υπήρξε αυτή η εντυπωσιακή αποκλιμάκωση, βέβαια μετά άρχισαν σχόλια, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε μία δεύτερη Deauville, ότι «προσέξτε, εδώ κάθε κράτος μέλος της Ευρωζώνης έχει το δικό του ατομικό ρίσκο, δεν υπάρχει ένα γενικό επίπεδο ρίσκου Ευρωζώνης» και ήδη υπήρξε μία αναστολή αυτής της προσπάθειας, αλλά δεν μπορεί εύκολα να συνδεθεί η χρηματοοικονομική σφαίρα με τη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας. Γιατί; Γιατί λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος. Ο ενδιάμεσος κρίκος είναι το τραπεζικό σύστημα.
Το τραπεζικό σύστημα, όσο είναι υπό το βάρος των μη εξυπηρετουμένων δανείων και της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης, όσο συνεχίζεται αυτή η συζήτηση για το τι θα γίνει και όσο η πιστωτική επέκταση εμφανίζει την εικόνα που εμφανίζει, η οποία στην πραγματικότητα είναι αρνητική, δεν μπορεί να μεταφέρει αυτό το κλίμα στην πραγματική οικονομία και ιδίως στο επίπεδο της πραγματικής-πραγματικής, δηλαδή του μεγάλου αριθμού των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Οι επενδύσεις, βεβαίως, αυτή τη στιγμή είναι ευπρόσδεκτες, η κυβέρνηση είναι φιλοεπενδυτική, η αντιπολίτευση είναι φιλοεπενδυτική σε πολύ μεγάλο βαθμό, έστω ρητορικά, αλλάζει η νομοθεσία, όμως χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα. Διότι χρειάζονται διοικητικές προϋποθέσεις, ρυθμιστικές προϋποθέσεις, αλλά κυρίως χρειάζονται χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, δυνατότητες χρηματοδότησης. Αυτό δεν καλύπτεται με λίγες μεγάλες εμβληματικές ξένες επενδύσεις, δηλαδή μόνο με το Ελληνικό ας πούμε ή με την απελευθέρωση του Χρυσού, δεν λύνεις το πρόβλημα αυτό, πρέπει να κινηθεί οριζόντια η οικονομία. Ούτε είναι τόσο εύκολο να καλύψεις το επενδυτικό κενό μίας δεκαετίας στον κατασκευαστικό τομέα, στην αγορά ακινήτων, διότι εάν σου λείπουν 15 με 18 δισεκατομμύρια το χρόνο επί δέκα χρόνια, αυτό είναι από μόνο του 170 περίπου δισεκατομμύρια επενδυτικού κενού. Άρα, θέλει πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά δεν μπορεί να είμαστε και τόσο απαιτητικοί. Υποτίθεται θα γίνουν κάποια πράγματα και πρέπει να υπάρχουν και ιδέες πιο συγκεκριμένες και από τον ιδιωτικό τομέα, η ζήτηση δηλαδή. Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα ζήτησης.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει, και αυτό πρέπει να την προβληματίσει κάποια στιγμή, δύο πολιτικές. Εφαρμόζει την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, εξακολουθεί να μιλάει για τα υπερπλεονάσματα και την αναδιανομή του υπερπλεονάσματος με τη μορφή κάποιων επιδομάτων και για τη δική της πολιτική, των φορολογικών ελαφρύνσεων και, ας το πούμε έτσι, της απελευθέρωσης και της απογραφειοκρατικοποίησης της οικονομίας. Αυτό, για ένα διάστημα είναι λογικό να υπάρχει, διότι έχεις δεσμεύσεις από τον προηγούμενο προϋπολογισμό, από τον προηγούμενο πολυετή μακροοικονομικό προγραμματισμό, αλλά κάποια στιγμή, πρέπει να δεις πως θα διαφυλάξεις την κοινωνική συνοχή και το κοινωνικό κράτος μέσα από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Όλος ο προϋπολογισμός βασίζεται στην πρόβλεψη για 2,8% του ΑΕΠ ρυθμό ανάπτυξης. Εάν δεν μπούμε στο 2020 με το αποτέλεσμα του 2019 που θα θέλαμε, και παίζουμε με δέκατα της μονάδας, δημιουργείται ένα πρόβλημα, όπως πρόβλημα δημιουργείται γενικά από την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας ή από τις αβεβαιότητες στην παγκόσμια οικονομία. Άρα, πρέπει να δούμε πώς θα γεφυρώσουμε τα ζητήματα αυτά, τις σφαίρες οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι απομακρυσμένες, χρηματοοικονομική σφαίρα - πραγματική οικονομία, η προηγούμενη πολιτική και η προεκλογική πολιτική, αυτά πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουν να ενώνονται».
Η σχέσεις με την Κίνα
«Η Ελλάδα έχει μία πρώιμη σχέση με την Κίνα λόγω του ελληνικού εφοπλισμού, ο οποίος έπαιζε, παίζει και ελπίζει ότι θα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο εξωτερικό εμπόριο της Κίνας. Βεβαίως και αυτή θέλει να διαμορφώσει τις δικές της προϋποθέσεις για την παρουσία της στην εμπορική ναυτιλία, όχι μόνο κατασκευαστικά και χρηματοδοτικά, αλλά και επιχειρηματικά, επιχειρησιακά. Η ελληνική επιχειρηματική παρουσία είναι πολύ παλιά, όχι πάντα επιτυχημένη, όχι πάντα σημαντική, αλλά πολύ παλιά. Το «Ένας δρόμος, μία ζώνη» ως στρατηγική περιλαμβάνει και την Ελλάδα προφανώς, περιλαμβάνει όμως και πολλές άλλες χώρες στη νότια και κεντρική Ευρώπη, η πρωτοβουλία 16+1 κάτι σημαίνει, και τώρα πάμε κι εμείς 17. Βεβαίως έχουμε να πάρουμε το μερίδιό μας σε όλα αυτά, διότι είμαστε μία χώρα μεσαία, όχι μικρή, μία χώρα με τεράστιο γεωγραφικό πλεονέκτημα στη Μεσόγειο, και χερσαίο πλεονέκτημα στη νοτιοανατολική Ευρώπη, σιδηροδρομικό δηλαδή, πλεονέκτημα συνδυασμένων μεταφορών, πολύ σημαντικό.
Όμως έχουμε κι ένα άλλο πλεονέκτημα-μειονέκτημα, δεν είμαστε η χώρα της προηγμένης τεχνολογίας που μπορεί να προσκρούσει σε διεθνοπολιτικούς περιορισμούς σε σχέση με τη διαχείριση της νέας τεχνολογίας, της προωθημένης τεχνολογίας, 5G κ.λπ., αν και τίποτα δεν αποκλείεται. Μπορεί σε ένα πάρα πολύ αρχαϊκό τομέα, όπως είναι η ενέργεια, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα δίκτυα μεταφοράς(ΑΔΜΗΕ) ή διανομής (ΔΕΔΗΕ), να γίνουν τα οχήματα πάνω στα οποία θα εγκατασταθεί το σύστημα του 5G κι εκεί να υπάρχουν προβλήματα.
Άρα, πάντα η σχέση με τις χώρες αυτές και με τη Ρωσία, όχι μόνο με την Κίνα, για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία πολιτικά ενοποιείται μόνο υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών –δεν ενοποιείται από μόνη της ως πολιτική οντότητα– μπορεί να προσκρούσει σε προβλήματα, άρα πρέπει να ξέρουμε τα όρια τα διεθνοπολιτικά τα οποία υπάρχουν και δεν χρειάζεται και εμείς –για να κάνουμε τη δουλειά μας, πρέπει να την κάνουμε και να έχουμε την καλύτερη δυνατή σχέση και το μεγαλύτερο όφελος– να κάμπτουμε την ευαισθησία μας σε θέματα όπως είναι η δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Γιατί η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, μαζί με την Ουγγαρία, ήταν οι δύο κυβερνήσεις οι οποίες δεν επέτρεψαν να υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή θέση στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, για την Κίνα, και μας εκθέτει αυτό, διότι οι άλλοι που έχουν πολύ μεγαλύτερες συναλλαγές, όπως είναι για παράδειγμα η Ιταλία, δεν τον κάνουν αυτό. Αλλά όπως έχει πρόβλημα με το North Stream 2 η Γερμανία σε σχέση με τη Ρωσία, έτσι και κάποιες χώρες, κυρίως στη νότια Ευρώπη, θα έχουν πρόβλημα ενδεχομένως λόγω της σχέσης με την Κίνα.
Άρα, σε τέτοιου είδους συναλλαγές και διμερείς σχέσεις πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο το διεθνοπολιτικό και η ασάφεια που επικρατεί στην αμερικανική πολιτική, γιατί όλα αυτά τα λέμε στην πρώτη περίοδο Trump. Εάν επανεκλεγεί ο Πρόεδρος Trump θα μιλήσουμε για ένα τελείως διαφορετικό τοπίο, διότι εμπορικός πόλεμος με την Κίνα αλλά και εμπορικός πόλεμος με την Ευρώπη, άρα μία τελείως διαφορετική προσέγγιση του παγκόσμιου χάρτη».