Αρνήθηκε τα πάντα ο επικεφαλής της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος, κατά την απολογία του στη δίκη, κάνοντας λόγο για «πολιτική σκευωρία».
Ο Μιχαλολιάκος, αφού επιτέθηκε κατά της Δικαιοσύνης και της Πολιτείας, ισχυρίστηκε πως η δίκη της Χρυσής Αυγής συμβαίνει λόγω των «δημοσκοπήσεων» που τρόμαξαν την πολιτική εξουσία. «Είδαν τις δημοσκοπήσεις και έστησαν κατηγορητήριο», ανέφερε σχετικά, και σημείωσε πως «για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας, από συστάσεως του ελληνικού κράτους, κάθεται στο εδώλιο πολιτικός αρχηγός για πράξεις οπαδού του κόμματος». Μίλησε, μάλιστα, για την υπόθεση της δολοφονίας του καθηγητή Ν. Τεμπονέρα στην Πάτρα τονίζοντας πως σε εκείνη την περίπτωση φυλακίστηκε στέλεχος της ΟΝΝΕΔ και όχι η ηγεσία του κόμματος.
Ο κατηγορούμενος ως αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης υπερασπίστηκε ως απολύτως νόμιμη «τη δράση του κόμματος» και εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και υπουργών της κυβέρνησης του, κάνοντας λόγο για ένα «τηλεοπτικό σόου» που έστησαν με τις συλλήψεις του ίδιου και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής. Όπως ανέφερε, έκαναν «μία επιχείρηση σοκ και δέος με μασκοφόρους που κρατούσαν αυτόματα λες και πήγαιναν να συλλάβουν τον Μπίν Λάντεν», με σκοπό να τρομοκρατήσουν τους ψηφοφόρους του κόμματος, «μην πάτε με αυτούς γιατί θα σας περάσουμε χειροπέδες».
Ο κατηγορούμενος μίλησε για συγκεκριμένες υποθέσεις περιστατικών βίας, που δημοσιεύματα και πολιτικοί απέδωσαν στο κόμμα, υποστηρίζοντας ότι υπήρχε από παλιά μία στόχευση σε βάρος των εθνικιστών, μία πολιτική εμπάθεια, χωρίς παρόλα αυτά να αναφερθεί στην δολοφονική επίθεση κατά του Δημήτρη Κουσουρή και των άλλων δυο φοιτητών τον Ιούνιο του 1998 από την «φάλαγγα» του Αντώνη «Περίανδρου» Ανδρουτσόπουλου.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα
Για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής επέμεινε για ακόμη μια φορά στην τακτική του «δεν είδα, δεν άκουσα», αφήνοντας έκθετους όλους τους κατηγορούμενους από την τοπική της Νίκαιας, καθώς και τον μάρτυρα υπεράσπισης του, που είχε καταθέσει πως ήταν όλη τη νύχτα ξύπνιος και ενήμερος. Δήλωσε πως δεν ενημερώθηκε και δεν είχε μάθει κάτι, επιμένοντας πως «ήταν ένας φόνος που ένας σκότωσε έναν άλλον. Το κόμμα δεν είχε σχέση».
Ειδικότερα για τον πυρηνάρχη της Νίκαιας και νυν ευρωβουλευτή του κόμματος του Γ. Λαγό, όταν η πρόεδρος της έδρας επέμεινε «πως έπρεπε να είχατε ενημερωθεί», θυμίζοντας την επικοινωνία του Λαγού με τον Πατέλη, ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής έριξε την ευθύνη στον Γ. Λαγό δηλώνοντας πως «μπορεί να ήταν φίλος του ο Πατέλης». Παρ' όλα αυτά, παραδέχθηκε πως ίσως ήταν παρών όταν ο Λαγός επικοινώνησε από τα κεντρικά της Μεσογείων και είπε στον Δεβελέκο πως εάν κληθεί στη ΓΑΔΑ να κάνει πως δεν ξέρει τον Ρουπακιά, αλλά σημείωσε πως δική του εντολή ήταν να μην αποκρύψει κανείς τίποτα.
Παράλληλα προσπάθησε να αναιρέσει και τα δικά του λεγόμενα για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης που είχε κάνει, χαρακτηρίζοντας την τότε δήλωσή του «ρητορικό σχήμα εκ του αντιθέτου για να δώσει έμφαση» και κατηγόρησε τους δημοσιογράφους. «Χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό και αναφέρομαι στο πολιτικό κόστος. Είναι ένα ρητορικό σχήμα εκ του αντιθέτου. Οι δημοσιογράφοι απέκοψαν μια φράση και έβγαλαν άλλα συμπεράσματα»
Για την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής
Σύμφωνα με τον Ν. Μιχαλολιάκο δεν υπήρχαν τάγματα εφόδου και αυτά βασίζονται σε αποσπασματικές φράσεις. Ανέφερε πως «για την ομιλία μου στις Θερμοπύλες το 2012, απευθυνόμουν στον κόσμο που ήταν μαζεμένος, 5.000 άτομα.. ήταν Χρυσαυγίτες με ελληνικές σημαίες.. Ποια τάγματα εφόδου; Τάγματα δεν υπήρχαν». Σύμφωνα με τον ίδιο δεν προέτρεψε ποτέ σε πράξεις βίας και οι «ξιφολόγχες που θα ακονίζονται στα πεζοδρόμια» ήταν σχήματα λόγου που αναφέρονταν στην... «Μασσαλιώτιδα».
Ερωτηθείς για την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής, ανέφερε ότι είναι «λαϊκός εθνικισμός» υποστηρίζοντας ότι από πριν από το 1992 ο καθένας πίστευε ό,τι ήθελε, ακόμη και τον εθνικοσοσιαλισμό. Ο Ν. Μιχαλολιάκος αρνήθηκε το καταστατικό που αναφέρεται σε ναζιστικού τύπου δομή της Χρυσής Αυγής, που περιλαμβάνεται στη δικογραφία, χαρακτηρίζοντάς το ένα «ανόητο ανερμάτιστο κείμενο» που δεν τους αφορούσε.
Στις επισημάνσεις της προέδρου ότι, εφόσον δεν τους αντιπροσώπευε και δεν το αναγνώριζαν, θα έπρεπε να έχουν προβεί σε διαψεύσεις όταν είχαν δημοσιευθεί στην «Ελευθεροτυπία» αποσπάσματά του, ο κατηγορούμενος απάντησε πως «αν έπρεπε να απαντάμε σε όλα, θα έπρεπε να είχαμε τότε επιτελείο 100 ανθρώπων. Μέχρι το 2012, η Χρυσή Αυγή δεν είχε κανέναν υπάλληλο» αν και νωρίτερα είχε δηλώσει πως εδώ και 30 χρόνια ήταν με γραφεία, τηλέφωνα και δημόσια παρουσία.
Παράλληλα ο Ν. Μιχαλολιάκος επέμεινε για την «ελληνικότητα» του ναζιστικού χαιρετισμού δηλώντας πως δεν ήταν ο επίσημος της Χρυσής Αυγής, αλλά χαιρετούσε κάποιες φορές έτσι γιατί τον θεωρεί ελληνικό, και επισήμανε πως ήταν ο χαιρετισμός των εθνικιστών στον Μεσοπόλεμο.
Με το τέλος της απολογίας του Ν. Μιχαλολιάκου, οι υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής φώναζαν το γνωστό σύνθημα «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή», με το ακροατήρια να φωνάζει «δολοφόνο» τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής και «ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί».