Ένα άλμα προς τα πίσω έκανε η αγορά εργασίας τις προηγούμενες μέρες, εξαιτίας της ιδεοληπτικής προσκόλλησης της σημερινής κυβέρνησης στη λογική της φτηνής εργασίας, χωρίς προστασία και δικαιώματα. Οι διατάξεις του «αναπτυξιακού» νόμου απορρυθμίζουν εκ νέου τις εργασιακές σχέσεις και μας επιστρέφουν σε εποχές δεύτερου μνημονίου, στερώντας από τους εργαζόμενους ό,τι κέρδισαν με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.
Κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές διάρκειας σχεδόν τριών ετών, επαναφέραμε τις βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτή η επιμονή μας δεν ήταν χωρίς αντίκρισμα. Η υπογραφή, η κήρυξη ως υποχρεωτικής και η εφαρμογή μιας κλαδικής συλλογικής σύμβασης δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Όλα αυτά σημαίνουν αυξήσεις μισθών και βελτίωση των όρων εργασίας για δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς. Είναι ενδεικτικό ότι μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο επεκτείναμε τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις σε δεκαπέντε κλάδους της οικονομίας, καλύπτοντας συνολικά περισσότερους από 220.000 εργαζόμενους. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως και η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και για τους νέους κατά 27% με την κατάργηση του υποκατώτατου συνοδεύτηκαν από περαιτέρω μείωση της ανεργίας, διαψεύδοντας εκ νέου, από τη θετική όψη του αυτήν τη φορά, το ανεδαφικό δόγμα ΔΝΤ-ΝΔ ότι η συμπίεση των μισθών έχει αναπτυξιακή δυναμική.
Παρά ταύτα, οι πολιτικές του ΔΝΤ στα εργασιακά επανήλθαν πριν από λίγες μέρες στη χώρα. Η ΝΔ έπληξε με καίριο τρόπο και με χειρουργικά χτυπήματα τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την προσφυγή στη διαιτησία. Με μοναδικό στόχο να επικυριαρχήσουν και πάλι οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις. Όπως ακριβώς έκανε στο δεύτερο μνημόνιο, με δραματικές συνέπειες στους μισθούς και τους όρους εργασίας. Και αυτό δυστυχώς δεν είναι το χειρότερο.
Το χειρότερο είναι ότι με τη νομοθετική παρέμβασή του ο υπουργός Εργασίας, εν προκειμένω ο κ. Βρούτσης –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό-, ζήτησε και έλαβε λευκή επιταγή από την πλειοψηφία της Βουλής για να καθορίζει ο ίδιος τη λειτουργία της αγοράς εργασίας: ποιες επιχειρήσεις θα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις κλαδικές συμβάσεις και ποιες όχι· ποιες επιχειρήσεις θα μπορούν να δίνουν χαμηλότερους μισθούς από άλλες· σε ποιες περιοχές της Ελλάδας θα μπορούν οι επιχειρήσεις να μειώνουν μισθούς συγκριτικά με ομοειδείς τους στην επικράτεια. Όλα αυτά θα μπορούν να καθορίζονται αλά καρτ από τον σημερινό υπουργό Εργασίας με ευθεία και ανέλεγκτη παρέμβασή του στην ιδιωτική οικονομία. Χαρά στον φιλελευθερισμό!
Το επιπλέον χειρότερο είναι ότι με τον «αναπτυξιακό» νόμο της η ΝΔ κατήργησε επί της ουσίας το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία. Πρακτικά οι εργαζόμενοι θα διεκδικούν την υπογραφή συλλογικής σύμβασης, οι εργοδότες θα αρνούνται και η ιστορία θα τελειώνει εκεί, χωρίς καμία άλλη δυνατότητα για τους εργαζόμενους. Το δικαίωμα αυτό που τόσο βάναυσα έπληξε η σημερινή κυβέρνηση προστατεύεται, βέβαια, από το ελληνικό Σύνταγμα. Τούτο είχε επιβεβαιωθεί ομόφωνα από το ΣτΕ όταν στο δεύτερο μνημόνιο το ίδιο κόμμα είχε και πάλι επιχειρήσει να καταργήσει το δικαίωμα. Αλλά ποιο Σύνταγμα και ποιο ΣτΕ; Τα πράγματα είναι προφανώς απλά για τη ΝΔ. Όταν το Σύνταγμα και το ΣτΕ δεν συμφωνούν με τις επιθυμίες του ΣΕΒ, τόσο το χειρότερο για το Σύνταγμα και το ΣτΕ. Νομοθετούμε και καταργούμε την απόφαση του ΣτΕ. Ποιο κράτος δικαίου και ποια διάκριση των λειτουργιών;
Μετά τις ανεξάρτητες αρχές, τους θεσμούς και τα ΜΜΕ, το μακρύ χέρι του κράτους της ΝΔ παρεμβαίνει με αυταρχικό τρόπο και στην ιδιωτική οικονομία. Υπέρ των ισχυρών φυσικά. Και όλα αυτά υπό τον θλιβερό μανδύα του «φιλελευθερισμού».
Η οπισθοδρόμηση έχει συντελεστεί. Αλλά δεν πρόκειται να είναι ούτε μόνιμη ούτε οριστική. Κι αυτή είναι η ελάχιστη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία.